Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ - ABSTRACTS



25Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
σε συνεργασία με το
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

25TH EPHORATE OF BYZANTINE ANTIQUITIES
in collaboration with the
DEPARTMENT OF ARCHITECTURE AT THE UNIVERSITY OF PATRAS
 

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ / INTERNATIONAL CONFERENCE

ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (5ΟΣ -15ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ)

DEFENSIVE ARCHITECTURE
IN THE PELOPONNESE (5TH – 15TH CENTURY)


Περιληψεις / Αbstracts
 

Αλεξάνδρειο Συνεδριακό Κέντρο Λουτρακίου, Ισθμός Κορίνθου
30 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 2011
Alexandreio Conference Centre of Loutraki, Corinth Canal
September 30th – October 2nd 2011



κόρινθοσ  2011



25Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
σε συνεργασία με το
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

25TH EPHORATE OF BYZANTINE ANTIQUITIES
in collaboration with the
DEPARTMENT OF ARCHITECTURE AT THE UNIVERSITY OF PATRAS

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ / INTERNATIONAL CONFERENCE

ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (5ΟΣ -15ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ)

DEFENSIVE ARCHITECTURE
IN THE PELOPONNESE (5TH – 15TH CENTURY)



 


Περιληψεις / Αbstracts
 

Αλεξάνδρειο Συνεδριακό Κέντρο Λουτρακίου, Ισθμός Κορίνθου
30 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 2011
Alexandreio Conference Centre of Loutraki, Corinth Canal
September 30th – October 2nd 2011



κόρινθοσ  2011



ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
& ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

UNDER THE AUSPICES
OF THE MINISTRY OF CULTURE & TOURISM,
THE MINISTRY OF NATIONAL DEFENSE
& THE REGION OF PELOPONNESE



Επιστημονική Επιτροπή / Scientific Committee
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΝΗΣ
NICOLAS FAUCHERRE
TIMOTHY GREGORY
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΝΟΥΣΟΥ-ΝΤΕΛΛΑ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
GUY SANDERS
ΤΑΣΟΣ ΤΑΝΟΥΛΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ


Οργανωτική Επιτροπή / Organizing Committee
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΠΑΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ


ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ: 25Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
Γραμματεία / Secretary : Αντώνης Γεωργίου, Αγγελική Λαμπάκη



Περιληψεις / Αbstracts

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ

EX OCCIDENTE LUX? Η ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Οι σταυροφόροι που καταφθάνουν στον Μοριά μετά το 1204 και εγκαθιδρύουν το πριγκιπάτο της Αχαΐας, εισάγουν στην περιοχή στοιχεία της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής όπως αυτή είχε αναπτυχθεί ως τότε στην Δύση και στην Σταυροφορική Μέση Ανατολή.
Η ιστορία των δυτικών μεσαιωνικών οχυρώσεων ξεκινά συμβατικά περί το έτος 1000. Οι ειδικές κοινωνικοοικονομικές και στρατιωτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Δύση οδηγούν κατά την διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων σε μια σημαντική ανάπτυξη της αμυντικής τεχνολογίας. Στις αρχές του 13ου αιώνα, η οχυρωματική αρχιτεκτονική του Φιλίππου Αυγούστου, έχει κυριαρχήσει στη Γαλλία με χαρακτηριστικά τον ολοκληρωμένο και γεωμετρικό σχεδιασμό των κατόψεων και την γενίκευση των κυλινδρικών πύργων πλαγιοβολής στις γωνίες. Στο εσωτερικό του οχυρού κελύφους αναπτύσσεται ένα όλο και πιο σύνθετο κτηριολογικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει το ενδιαίτημα του ιδιοκτήτη. Πάνω απ’ όλα όμως το κάστρο αναδεικνύεται ως το κατ’ εξοχήν φεουδαλικό σύμβολο ισχύος.
Στην Μέση Ανατολή, οι ειδικές συνθήκες που αντιμετώπισαν οι σταυροφόροι και η διαρκής μουσουλμανική απειλή ευνόησαν την κατασκευή μεγάλων και ισχυρών κάστρων με επιρροές από την βυζαντινή και αραβική παράδοση της περιοχής. Οι θερμές κλιματολογικές συνθήκες και οι ανάγκες στρατωνισμού στα φρούρια των ιπποτικών ταγμάτων οδηγούν στην δημιουργία ενός νέου τύπου περίκεντρου κάστρου με συνεχόμενες θολωτές αίθουσες να σχηματίζουν τον αμυντικό περίβολο δημιουργώντας ταυτόχρονα στο κέντρο μια κλειστή αυλή.
Οι Φράγκοι του Μοριά εφαρμόζουν στον 13ο αιώνα ένα εκτεταμένο δίκτυο φεουδαρχικών κάστρων σε όλη την επικράτεια. Ας σημειωθεί ότι η εξέταση των επιδράσεων της δυτικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής στις πελοποννησιακές οχυρώσεις δεν μπορεί παρά να είναι αποσπασματική και να έχει προκαταρκτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι απουσιάζει η συστηματική καταγραφή και μελέτη των δεκάδων οχυρώσεων της εποχής, ενώ και η χρονολόγηση των περισσότερων παραμένει προβληματική.
Κορυφαίο δείγμα της οχυρωματικής του πριγκιπάτου είναι ασφαλώς το πριγκιπικό κάστρο-παλάτι Χλουμούτζι, το οποίο συμφύρει στοιχεία της αρχιτεκτονικής του Φιλίππου Αυγούστου αλλά και της σταυροφορικής παράδοσης των Αγίων Τόπων. Μια σειρά από διώροφες θολωτές αίθουσες, γύρω από την κλειστή εξαγωνική αυλή, φιλοξενούν το ενδιαίτημα του πρίγκιπα, την αίθουσα υποδοχής, το παρεκκλήσι, τα μαγειρεία και τους βοηθητικούς χώρους. Το μέγεθος και η ποιότητα της κατασκευής  του το αναδεικνύουν σε κορυφαίο σύμβολο της πολιτικής εξουσίας του πρίγκιπα.
Τα άλλα σταυροφορικά κάστρα της Πελοποννήσου σε γενικές γραμμές είναι απλές κατασκευές, στις οποίες το πρότυπο του μεσαιωνικού κάστρου με την σύνθετη λειτουργία και κυρίως οι κατακτήσεις της αρχιτεκτονικής του Φιλίππου Αυγούστου προσαρμόζονται στα οικονομικά δεδομένα του ιδιοκτήτη και στους γεωμορφολογικούς περιορισμούς που θέτει η θέση ανέγερσης, φαινόμενο άλλωστε που παρατηρείται και στη ίδια την Γαλλία. Χαρακτηριστική περίπτωση προσαρμογής είναι το κάστρο του βαρώνου της Καρύταινας. Ελάχιστα κάστρα, όπως το Κιβέρι και το Αγιονόρι εφαρμόζουν συμμετρικές γεωμετρικές κατόψεις. Σε ορισμένα η ανέγερση ενός μεγάλου πύργου-κατοικίας είναι το μόνο στοιχεία από την δυτική παράδοση. Οι περίβολοι οικισμών ή πόλεων όπως η Γλαρέντζα, είναι ακόμη πιο λιτοί: αποτελούνται από χαμηλά τείχη και μικρούς ορθογωνικούς πύργους με ανοιχτή πλάτη. Τα επί μέρους μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά αναπαράγουν συνήθως την τοπική βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση: τοιχοποιίες από αργολιθοδομή, πύργοι ορθογωνικού σχήματος, ακανόνιστες κατόψεις. Σπανιότερη είναι η εφαρμογή γοτθικών αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως οξυκόρυφοι θόλοι και τόξα, τα σύνθετης διατομής λίθινα πλαίσια ανοιγμάτων. Η αμυντική τεχνολογία που χρησιμοποιείται είναι επίσης συντηρητική, με την εισαγωγή ελάχιστων νέων στοιχείων, όπως η σκάρπα, οι τοξοθυρίδες και αργότερα οι λίθινες «καταχύστρες». Στις πύλες τα θυρόφυλλα ενισχύονται με καταφραγή και «καταχύστρες». Η χρήση του κάστρου ως μόνιμου ενδιαιτήματος εισάγει στα κάστρα του Μοριά από την δυτική οικιστική αρχιτεκτονική εξοπλισμό όπως τα τζάκια, τα αποχωρητήρια, τα μεγάλα παράθυρα με τους κτιστούς πάγκους.



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ 

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΓΙΟΝΟΡΙ


Το κάστρο Αγιονόρι βρίσκεται στην κορυφή υψώματος με στρατηγική σημασία. Ελέγχει το νότιο πέρασμα της Κλεισούρας του Αγιονορίου, από την οποία διερχόταν η Κοντοπορεία, ένας από τους δρόμους που συνέδεαν την Αργολίδα με την Κορινθία. Στον λόφο περιμετρικά του κάστρου αναπτύσσεται ο μεσαιωνικός οικισμός. Από τους λιθοσωρούς των ερειπίων του οικισμού ξεχωρίζει πλήθος μικρών υστεροβυζαντινών ναών.
Το κάστρο σχηματίζει πεντάγωνο με ορθογωνικούς σε κάτοψη πύργους στις ακμές. Το μνημείο αποτελεί προϊόν ενιαίου και ολοκληρωμένου σχεδιασμού. Το πεντάγωνο σχήμα του αναπτύσσεται σε συμμετρική διάταξη ως προς τον νοητό άξονα Β-Ν, ο οποίος διέρχεται από τον κεντρικό πύργο του βόρειου τμήματος του κάστρου και από το μέσον του νότιου μεταπυργίου. Ο άξονας Α-Δ χωρίζει το κάστρο σε δύο τμήματα με διαφορετική οργάνωση. Στο νότιο, με δύο ψηλούς πύργους συγκλίνοντες στα άκρα ενός βραχέος μεταπυργίου και στο βόρειο, όπου παρατάσσονται τρεις μικροί πύργοι. Οι δύο ψηλοί και ισχυροί πύργοι υψώθηκαν προς το πιο ευπρόσβλητο μέρος λόγω του ήπιου πρανούς της μεσημβρινής κλιτύος. Η σταδιακή οικοδόμηση υπαγόρευσε πρώτα την ανέγερση των δύο μεγάλων πύργων που χρησιμοποιήθηκαν άμεσα ως χώροι διαμονής και αποθήκευσης. Στην συνέχεια ολοκληρώθηκε ο αμυντικός περίβολος και στην τελική φάση ανεγέρθηκαν τα κτήρια διοίκησης, κατοικίας και αποθηκών μέσα στην αυλή, τα οποία έχουν δικούς τους τοίχους που ακουμπούν πάνω στα τείχη. Ως προς τον γεωμετρικό σχεδιασμό, ομοιότητες μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στο εξάπλευρο κάστρο Κιβέρι Αργολίδας, δύο φρούρια που διαθέτουν και κοινές κατασκευαστικές και μορφολογικές ομοιότητες.
Η πύλη του γουλά διευθετήθηκε στο πλέον δυσπρόσιτο σημείο ώστε ο εισερχόμενος να πρέπει να διασχίσει όλη την βόρεια πλευρά μέσα από ένα στενό πέρασμα ακριβώς κάτω από τα τείχη και τους πύργους. Η άμυνα της πύλης ενισχύθηκε από ένα μικρό εξωτερικό οχυρωματικό περίβολο.
Στο συγκρότημα δεσπόζουν οι δύο μεγάλοι μεσημβρινοί πύργοι. Ο νοτιοδυτικός επείχε θέση κύριου πύργου. Διέθετε τρεις ορόφους. Ο πρώτος καλυπτόταν με ημισφαιρικό θόλο και ήταν δεξαμενή ή αποθήκη. Στον δεύτερο όροφο ανοιγόταν η είσοδος ψηλότερα από το σημερινό επίπεδο της αυλής. Ο τρίτος όροφος, που διαμορφώνεται με ξύλινο πάτωμα διαθέτει ανοίγματα, τοξοθυρίδες και παράθυρα, σε όλες τις πλευρές.
Από τον νοτιοανατολικό πύργο έχει καταρρεύσει ο τρίτος όροφος. Στον όροφο πάνω από την θολωτή κινστέρνα είχε διαμορφωθεί καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι με την αψίδα εγγεγραμμένη στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Η πρόσβαση εξασφαλιζόταν με μικρή πόρτα τοποθετημένη ψηλότερα από τα επίπεδο της αυλής. Στην δυτική πλευρά υπάρχει τοξοθυρίδα και στην πρόσοψη ανοίγεται ορθογωνικό παράθυρο με λίθινο πλαίσιο.
Το κάστρο του Αγιονορίου διέθετε όλους τους απαραίτητους χώρους διαβίωσης και διοίκησης: κινστέρνες, χώρους διαμονής, ακόμη και παρεκκλήσι. Πρόκειται για τυπικό παράδειγμα φεουδαρχικού κάστρου με σύνθετη λειτουργία: εκτός από τον αμυντικό του χαρακτήρα, ήταν κατοικία και σύμβολο επίδειξης εξουσίας που δέσποζε πάνω από το ομώνυμο χωριό, ήταν διοικητικό κέντρο που ήλεγχε τον στρατηγικής σημασίας δρόμο της Κοντοπορείας αλλά και την αγροκτηνοτροφική παραγωγή του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής.
Η ανάπτυξη του οικισμού στον λόφο του κάστρου με τους ναούς του 13ου-14ου αιώνα προϋποθέτει την ύπαρξη του ίδιου του κάστρου, γύρω από το οποίο απλώνονται τα κτήρια. Άλλωστε, η τάση συγκέντρωσης των πληθυσμών σε συγκροτημένους οικισμούς σε οχυρές θέσεις και σε κάστρα αναπτύσσεται στην φεουδαλική Πελοπόννησο από τον 13ο αιώνα.


 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ - ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΛΕΟΝΤΑΡΙ

Το Λεοντάρι αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Πελοποννήσου της εποχής του Δεσποτάτου του Μορέως. Χωροθετημένο στην βορειότερη απόληξη του Ταϋγέτου, κατείχε στρατηγική θέση πάνω στον δρόμο που οδηγούσε από την πελοποννησιακή ενδοχώρα προς τον Μυστρά. Στις πηγές εμφανίζεται για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αιώνα. Γνώρισε μεγάλη ακμή μετά το 1430, όταν αναδείχθηκε πρωτεύουσα του Δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου. Κατά την Οθωμανική Περίοδο όχι μόνο δεν έχασε τη σημασία του αλλά για ένα διάστημα απετέλεσε έδρα του πασά της Πελοποννήσου. Μετά την Επανάσταση του 1821 το Κάστρο εγκαταλείφθηκε και βαθμηδόν καταστράφηκε. Οι καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν την Πελοπόννησο το 2007 είχαν ως συνέπεια την αποκάλυψη του ερειπιώνα του μεσαιωνικού οικισμού του Κάστρου, στο οποίο τα τελευταία χρόνια γίνονται συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες, παράλληλα με τις εργασίες στερέωσης και συντήρησης των μνημείων του και ανάδειξης του χώρου.
Το Κάστρο του Λεονταρίου είναι κτισμένο στον βραχώδη λόφο που υψώνεται στα βόρεια του σημερινού οικισμού. Έχει σχήμα επιμήκους ακανόνιστου πενταγώνου που έχει καθορισθεί από τα κύρια τοπογραφικά χαρακτηριστικά του υψώματος στο οποίο αυτό έχει κτισθεί. Οι μέγιστες διαστάσεις του είναι περίπου 350Χ200μ. και η έκτασή του περίπου 44,5 στρέμματα. Η οχύρωση του Κάστρου, η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί, περιλαμβάνει έναν εξωτερικό αμυντικό περίβολο και ένα κεντρικό οχύρωμα.
Ο εξωτερικός αμυντικός περίβολος περιλαμβάνει ένα ισχυρό τείχος, ενισχυμένο κατά τόπους με ορθογωνικούς σε κάτοψη πύργους, από τους οποίους σήμερα διακρίνονται τέσσερεις. Το τείχος, το οποίο έχει δύο τουλάχιστον φάσεις, από τις οποίες η οψιμότερη ανάγεται στην Περίοδο της Τουρκοκρατίας, προστάτευε τις πλέον ευπρόσβλητες πλευρές του υψώματος, δηλαδή τη βορειοανατολική, τη βορειοδυτική, τη νοτιοδυτική και τη νότια. Στη ανατολική πλευρά του Κάστρου η φυσική οχύρωση του λόφου φαίνεται ότι συμπληρωνόταν κατά τόπους από ασθενέστερα τείχη, κτισμένα συχνά ανάμεσα στα χάσματα των βράχων. Η κύρια πύλη του περιβόλου βρισκόταν κοντά στο νότιο άκρο της νοτιοδυτικής πλευράς του, σε μικρή προχώρηση του τείχους. Τα σπίτια του οικισμού στο εσωτερικό του Κάστρου έχουν μετατραπεί σε άμορφους λιθοσωρούς. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρούνται οι ναοί των Ταξιαρχών, της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Βασιλείου και ενός ανώνυμου ναού.
Ο εσωτερικός περίβολος περιέκλειε το μικρό πλάτωμα της κορυφής του λόφου, γύρω από το ναό του Προφήτη Ηλία, ορίζοντας την ακρόπολη του Κάστρου. Έχει σχήμα ακανόνιστου πενταγώνου με μέγιστες διαστάσεις περίπου 45Χ30μ. και έκταση περίπου 1 στρέμμα. Η διαμορφωμένη στην κύρια όψη πυργοειδούς προεξοχής πύλη του περιβόλου βρισκόταν στη νοτιοδυτική πλευρά του. Σε αυτήν οδηγούσε λιθόστρωτο μονοπάτι με αναβαθμούς κατά διαστήματα. Από το τείχος, το οποίο περιέβαλε την ακρόπολη περιμετρικά εκτός από την ανατολική, απόκρημνη πλευρά της, διατηρούνται σε σημαντικό ποσοστό τα κατώτερα τμήματά του. Το τείχος είχε πάχος 0,70μ. Ο περίδρομος του ήταν διαμορφωμένος επάνω σε μια σειρά από τυφλά αψιδώματα προσαρτημένα στην εσωτερική παρειά του τείχους. Στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου έχει εκ των υστέρων οικοδομηθεί σε επαφή με το τείχος μια μεγάλων διαστάσεων επιμήκης θολωτή κινστέρνα διαστάσεων 13,80Χ6,70μ., η οποία καλυπτόταν με ελαφρώς οξυκόρυφη καμάρα ενισχυμένη με τρία σφενδόνια. Η κινστέρνα αποτελεί την υποδομή ενός κατεστραμμένου σήμερα επίσημου κτηρίου. Η επιμέλεια της κατασκευής του, η χωροθέτησή του στο πιο περίοπτο σημείο του Κάστρου και οι διαστάσεις του υποδεικνύουν ότι πρόκειται για το σημαντικότερο κτήριο του Λεονταρίου που δεν μπορεί παρά να είναι η οχυρή κατοικία του άρχοντα. Έχοντας υπ’ όψιν ότι το Λεοντάρι αναδεικνύεται σε μεγάλο κέντρο όταν μεταφέρεται εκεί η έδρα του Δεσποτάτου του Θωμά Παλαιολόγου, θα μπορούσε το επίσημο κτήριο να συνδεθεί με την δράση του.




ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΜΟΥΣΗ

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ

Την τελευταία δεκαετία εντοπίστηκαν στην Επαρχία Καλαβρύτων του Νομού Αχαϊας δέκα (10) νέες θέσεις οχυρώσεων (θέση Κάστρο, ή Σκυλόλακα, το βουνό Άγιος Αθανάσιος Άνω Βλασίας, στη θέση Άγιος Δημήτριος Λουσών, στη θέση Άγιος Νικόλαος Άνω Λουσών, στο βουνό Κλάπα Λυκουρίας, στο λόφο Γλανιτσά Δάφνης παραπλεύρως του ποταμού Λάδωνος, στη θέση Ράχη του Πύργου παραπλεύρως των πηγών του ποταμού Λάδωνος, στη θέση Πύργος της περιφέρειας Φιλίων, στο βουνό Βαρδάλα στο όριο των περιφερειών Πάου και Χόβολης, στη θέση Άγιος Ιωάννης οικισμού Καλλιθέας Κλειτορίας), οι οποίες βάσει της τοιχοδομίας τους ανάγονται στη μεσαιωνική περίοδο.
Οι οχυρώσεις αυτές διακρίνονται σε μικρής έκτασης κάστρα, ή σε μεμονωμένους πύργους – παρατηρητήρια (βίγλες), καταλαμβάνουν κορυφές υψωμάτων, βρίσκονται παραπλεύρως κυρίων, ή δευτερευόντων οδικών αξόνων και ανά ομάδες είναι σε οπτική επαφή μεταξύ τους, ώστε να επιτυγχάνεται αμοιβαία υποστήριξη, αλλά και έλεγχος ευρύτατης περιοχής.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο το νέο πολιτικό σύστημα έφερε στην Πελοπόννησο την ίδρυση του κάστρου, αρκετά εκ των οποίων κτίστηκαν επάνω σε προγενέστερες εγκαταστάσεις αμυντικού χαρακτήρα. Οι οχυρωματικές αυτές εγκαταστάσεις στην Επαρχία Καλαβρύτων κτίζονται όπου οι Φράγκοι θεωρούν απαραίτητο και ως επί το πλείστον είναι πρόχειρης – εσπευσμένης κατασκευής, ιδρύονται για τις αμυντικές ανάγκες κάποιας χρονικής στιγμής και στη συνέχεια εγκαταλείπονται. Σε μια τέτοια ορεινή περιοχή, όπως αυτή των Καλαβρύτων, είναι φυσικό οι οχυρώσεις αυτές να μην είναι επιμελημένης κατασκευής, διότι τους κατακτητές ενδιέφερε η προστασία τους από τους κινδύνους, αφού σε μία τέτοια περιοχή ήταν «ξένοι».
Θεωρούμε ότι οι νέες αυτές οχυρωματικές εγκαταστάσεις σε συνδυασμό και με τις ήδη γνωστές αποτελούσαν μέρη ενός οργανωμένου αμυντικού δικτύου στην περιοχή στους ταραγμένους 13ο έως 15ο αιώνες.

                                                           
ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΟΥΔΗΣ
ΤΟ ΟΧΥΡΟ "ΜΠΟΥΡΤΖΙ" ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΓΝΩΣΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΠΙΛΙΜΕΝΙΩΝ ΟΧΥΡΩΝ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

Στην παρούσα ανακοίνωση εξετάζεται η πρώτη φάση του επιθαλάσσιου οχυρού «Μπούρτζι» της Μεθώνης στα πλαίσια της βενετσιάνικης οχυρωματικής τέχνης του 15ου αιώνα, δηλαδή κατά την εποχή της ανάπτυξης του Πυροβολικού. Το φρούριο μπορεί να συσχετιστεί με κάποια άλλα του είδους του, του 15ου αιώνα, από τον ελληνικό νησιωτικό χώρο (Μπούρτζι Καρύστου, Μπούρτζι Χίου, «Καστρέλλι» Μυτιλήνης, κ.α.). Για τα παραπάνω οχυρά, τα οποία μέχρι σήμερα χρονολογούνταν μετά το 1500 προτείνουμε αναχρονολόγησή τους με βάση ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Στο Μπούρτζι της Καρύστου, εκτός από τις κανονιοθυρίδες πρώιμου τύπου (πριν το 1500), τα βενετσιάνικα φουρούσια των παλαιών καταχυστρών, έχουμε και μια κόγχη μιχράμπ που λαξεύτηκε εκ των υστέρων στην τοιχοποιία, μετά την πτώση (1470) της πόλης στους Οθωμανούς και την εκεί εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και κανονιοβολητών. Το «καστρέλλι» (και όχι «Μπούρτζι»!) της Μυτιλήνης είχε σχεδόν ίδια κάτοψη με το Μπούρτζι της Καρύστου και επάλξεις μορφής χελιδονοουράς. Είχε οικοδομηθεί από τους Gattilusi πριν από την πτώση της Μυτιλήνης το 1462 (μαρτυρείται προμήθεια κανονιών για την άμυνα στα 1455). Παρόμοια περίπτωση ήταν και αυτή του επιλιμενίου οχυρού Μπούρτζι στη Χίο, στο οποίο μπορούν να καταγραφούν τουλάχιστον τρεις φάσεις (μια αρχική γενουατική και δύο μεταγενέστερες οθωμανικές). Οι ονομασίες «Μπούρτζι» δεν θα πρέπει να μας ξενίζουν, γιατί δόθηκαν σε κάποια παλαιότερα επιλιμένια οχυρά, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πια τα ονόματά τους (υπάρχουν βέβαια και επιλιμένια οχυρά στα οποία δεν δόθηκε ποτέ η ονομασία «Μπούρτζι», όπως ο κούλες του Ηρακλείου, το καστρέλλι της Μυτιλήνης, το επιλιμένιο οχυρό των Χανίων). Τα οχυρά αυτά, όπως και το «Μπούρτζι» της Μεθώνης κτίστηκαν βιαστικά από τους τοπικούς Λατίνους ηγεμόνες περί τα μέσα του 15ου αιώνα και εξοπλίστηκαν με κανόνια πρώιμου τύπου για να προστατέψουν τις ακτές και τις εισόδους των λιμανιών από τις αυξανόμενες επιθέσεις του οθωμανικού στόλου. Μετά την πτώση τους στους Τούρκους τα οχυρά αυτά δέχθηκαν διάφορες μετασκευές και προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες πολέμου.   



ΑΜΑΛΙΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ

ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ ΣΤΗ ΛΑΚΩΝΙΑ

Το κάστρο του Γερακίου βρίσκεται στα ανατολικά του σημερινού οικισμού και καταλαμβάνει την υψηλότερη βόρεια κορυφή επιμήκους λόφου, που φέρει το τοπωνύμιο Παλαιόκαστρο. Πρόκειται για πρόβουνο του Πάρνωνα, που αποκόπτεται από το νοτιοδυτικό τμήμα της οροσειράς του με την παρεμβολή μιας στενής κοιλάδας με σχεδόν κατακόρυφες παρειές. Η τεχνητή οχύρωση συμπληρώνει τη φυσική οχύρωση του λόφου στη θέση αυτή, ενισχύοντας και βελτιώνοντας την αμυντική δυνατότητα που προσφέρει.
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης του κάστρου δεν προκύπτει από τις γραπτές πηγές, αλλά ούτε και από την υλική μαρτυρία. Πιθανότατα, όπως πρώτος υποστήριξε ο Antoine Bon, ιδρύθηκε από τους Φράγκους γύρω στο 1250, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Λεύκτρου και της Μαΐνης, που κτίστηκαν ομοίως από τους Φράγκους για τον έλεγχο περιοχών όπου ήταν εγκατεστημένοι Σλάβοι Εζερίτες. Η γεωγραφική θέση του κάστρου είναι καίρια και η ίδρυσή του συνδέεται με την ανάγκη ελέγχου και προστασίας της βαρονίας του Γερακίου ―το κάστρο ήταν και η έδρα της―, τη στενή επιτήρηση των ανυπότακτων Τσακώνων και τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της εύφορης πεδιάδας του Έλους. Με την ένταξή του στο αμυντικό σύστημα των Φράγκων διαδραμάτισε ρόλο σημαντικό, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ Μυστρά και Μονεμβασίας, καθώς επόπτευε τον πιο γρήγορο δρόμο σύνδεσής τους. Επισημαίνεται ότι ο λόφος, παρά το σχετικά χαμηλό του υψόμετρο, προσφέρει αναπεπταμένη θέα 360°.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ακριβώς λόγω της επίκαιρης θέσης του, ο λόφος δεν πρέπει να είχε μείνει ανεκμετάλλευτος από οχυρωματική άποψη πριν τον 13ο αιώνα (ενδεχομένως, λ.χ. να υπήρχε κάποια μικρή βίγλα).
Το κάστρο σύντομα (1262) περιήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, της Μονεμβασίας και της Μαΐνης, εν είδει λύτρων για την απελευθέρωση του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουΐνου το 1259, μετά τη μάχη της Πελαγονίας, σύμφωνα με τη μοναδική ιστορική μαρτυρία του Γεωργίου Παχυμέρη.
Πυρήνα της οχύρωσης αποτελεί η ακρόπολη, το κάστρο, στην κορυφή του λόφου. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα τυπικό φραγκικό ορεινό κάστρο, μέτριου μεγέθους και απλής κάτοψης, που έχει διαμορφωθεί ακολουθώντας την μορφολογία του εδάφους. Οι επισκευές (ενισχύσεις, ανακατασκευές, προσθήκες) που δέχτηκε κατά καιρούς δεν αλλοίωσαν την αρχική του μορφή. Το κάστρο του Γερακίου, όπως και τα κάστρα του Μυστρά και της Ανδρούσας, εντάσσονται σε μια ομάδα (ορεινών) κάστρων που πρέπει να χρονολογηθεί μεταγενέστερα από την ομάδα των κάστρων που ίδρυσαν οι Φράγκοι αμέσως μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου, όπως είναι το λ.χ. τα κάστρα στο Χλεμούτσι, τη Γλαρέντσα, την Καρύταινα, την Άκοβα κ.ά. Δηλαδή, ενώ τα πρωιμότερα έχουν αδρή χάραξη και μορφή, με αδιάρθρωτες τις όψεις (χωρίς διακοσμητικές προθέσεις), τα μεταγενέστερα έχουν γενικά πιο επιμελημένη χάραξη και κατασκευή (ακόμη και κάποιον στοιχειώδη διάκοσμο).
Όσον αφορά στις κατασκευαστικές φάσεις, επισημαίνεται ότι χρονικά δεν είναι δυνατόν να γίνει προσδιορισμός τους με βάση γραπτές πηγές. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής των τειχών πρέπει να αναχθεί στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα, οπότε και τοποθετείται η ίδρυση του κάστρου. Σαφές είναι ότι ο οχυρωματικός περίβολος έχει στο σύνολό του υποστεί επεμβάσεις κατά τη βυζαντινή περίοδο κατοχής του κάστρου, καθώς και κατά τους νεώτερους χρόνους (επισκευές). Οι οικοδομικές φάσεις και οι επισκευές που διαπιστώθηκαν και τεκμηριώθηκαν σχεδιαστικά για πρώτη φορά παρατίθενται αναλυτικά στην εισήγηση στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής τεκμηρίωσης. Θα παρουσιαστούν επίσης τα πρόσφατα δεδομένα που αποκαλύφθηκαν σχετικά με την οχύρωση και την αρχιτεκτονική των κοσμικών κτισμάτων του οικισμού.



ΜΑΡΙΑ ΑΡΑΚΑΔΑΚΗ

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΛΕΥΡΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Όπως είναι γνωστό, τόσο η πολεμική τεχνολογία όσο και η μορφολογία των οχυρώσεων γνώρισαν μια πολύ αργή εξέλιξη, χωρίς θεαματικές διαφοροποιήσεις, από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι την αναγέννηση, όταν η διάδοση του πυροβολικού οδήγησε στην επικράτηση του προμαχωνικού συστήματος και στο θρίαμβο της άμυνας με πλευρικά πυρά. Ο οχυρωματικός πλούτος της Πελοποννήσου, ο οποίος την αναδεικνύει σε πραγματική εγκυκλοπαίδεια της φρουριακής αρχιτεκτονικής για όλες τις ιστορικές περιόδους, προσφέρεται ιδιαίτερα για την ανίχνευση της μακράς αυτής εξελικτικής πορείας.
Στην παρούσα ανακοίνωση, μέσα από παραδείγματα οχυρώσεων επιλεγμένων έτσι ώστε να καλύπτουν χρονικά το διάστημα από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 15ου μ.Χ. αι., θα επιχειρηθεί μια ανακεφαλαίωση της εξέλιξης των διατάξεων πλευρικής άμυνας στα χρόνια πριν από την πυρίτιδα και θα προσεγγισθούν ορισμένα επί μέρους σχετικά ζητήματα, όπως:
- Πότε εμφανίστηκε η ιδέα της πλευρικής αμυντικής κάλυψης και πώς εξ αυτής επηρεάστηκε η τυπολογία των οχυρώσεων
- Πότε ενσωματώθηκε ο πύργος, ως αμυντικό στοιχείο, στους οχυρωματικούς περιβόλους
- Με ποιους τρόπους -όπλα και τεχνικές- επραγματοποιείτο η πλαγιοβολή κατά την αρχαιότητα
- Πώς εξελίχθηκαν οι διατάξεις πλευρικής άμυνας στις ελληνιστικές οχυρώσεις και πώς η παράδοση αυτή αξιοποιήθηκε τα βυζαντινά χρόνια και κατά τη Φραγκοκρατία, μέχρι τα μέσα του 15ου αι.
- Ποια η αλληλεπίδραση μεταξύ αμυντικών αναγκών των οχυρώσεων και δυνατοτήτων των οπλικών συστημάτων, και πώς οι δυνατότητες της επίθεσης επηρέασαν το σχεδιασμό νέων οχυρωματικών μορφών.
Η διερεύνηση θα κλείσει με μια σύντομη ματιά στην εξέλιξη των οχυρώσεων της Πελοποννήσου κατά το β’ ήμισυ του 15ου αιώνα, οπότε και πραγματοποιείται στον ευρωπαϊκό χώρο η μετάβαση από τον μεσαιωνικό οχυρό πύργο στον αναγεννησιακό προμαχώνα.



ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

 Η ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου  ΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21ου  ΑΙΩΝΑ

Παρά τις επανειλημμένες αναφορές σε οχυρά της Πελοποννήσου (κυρίως οχυρώσεις πόλεων, αλλά και φρούρια) των περιηγητών έως και το 19ο αιώνα, μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζονται οι πρώτες προσπάθειες για συστηματική αντιμετώπιση αυτής της κατηγορίας κτισμάτων του παρελθόντος. Η εντυπωσιακή μεταστροφή από την εξέταση των βυζαντινών ναών στη μελέτη των (κατά την αντίληψη της εποχής) ταπεινότερων έργων της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής πραγματοποιείται στα πρώτα χρόνια του αιώνα από τον αρχιτέκτονα Ramsey Traquair και δη με συνδυασμένη χρήση των γραπτών πηγών και των σωζομένων καταλοίπων.        
Παρά τη δημοσίευση στη συνέχεια εκτενών εργασιών με αυτό το αντικείμενο –όπως εκείνες των Kevin Andrews και Antoine Bon–, μόλις κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται σημαντική αύξηση των επιστημονικών άρθρων ή και μονογραφιών τόσο για μεμονωμένα οχυρά όσο και για ευρύτερα σύνολα, γεγονός που ασφαλώς αποτελεί πηγή αισιοδοξίας για τη μελλοντική ανάπτυξη της έρευνας και αυτής της κατηγορίας κοσμικής αρχιτεκτονικής. Ο δρόμος που απομένει είναι ακόμη μακρύς, καθώς στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα πολυάριθμα οχυρωματικά έργα του Μορέως παραμένουν ουσιαστικώς αδημοσίευτα, ενώ παραμένει αμφίβολο ακόμη και αν έχουν εντοπιστεί στο σύνολό τους, όπως κατέδειξε η σχετικά πρόσφατη δημοσίευση της πολύχρονης διεπιστημονικής έρευνας του Πανεπιστημίου της Minnesota (The Morea project).



ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΥΡΓΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΧΩΡΑΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

Δύο από τους έντεκα συνολικώς πύργους της οχύρωσης της Κάτω Χώρας του Μυστρά, καθώς και ο πύργος του περιβόλου της Μονής Περιβλέπτου, στην προέκταση της ίδιας οχυρωματικής γραμμής, διαθέτουν πολυάριθμα κοινά στοιχεία τόσο τυπολογικά όσο και μορφολογικά. Είναι τετράγωνοι, με 3 (ο πύργος της Μ. Περιβλέπτου) ή 4 στάθμες (οι δύο πύργοι του τείχους), εκ των οποίων οι δύο κατώτερες καλύπτονται με θόλους και οι ανώτερες με ξυλοπάτους, διαθέτουν τοξικές θυρίδες χαμηλά και ευρέα ανοίγματα (παράθυρα ή εξωστόθυρες) στις υπερκείμενες στάθμες. Ως προς τη διαμόρφωση της κύριας, εξωτερικής όψης και τη διάταξη των ανοιγμάτων, παρατηρείται ιδιαίτερη επιμέλεια στις ανώτερες τουλάχιστον στάθμες, συνδυασμός στοιχείων γοτθικού ρυθμού (οξυκόρυφα υπέρθυρα, ελλειπτικά τρίγωνα, πώρινοι παραβολικοί κιλλίβαντες, κυκλικοί φεγγίτες, πώρινα τριφυλλόσχημα περιθυρώματα) και αμιγώς βυζαντινών μορφολογικών χαρακτηριστικών (πλινθοπερί-κλειστη τοιχοποιία, οδοντωτές ταινίες, φιαλοστόμια, απλές ή διπλές πλίνθινες ταινίες στα όρια σταθμών, ημικυκλικά τυφλά αψιδώματα), ύπαρξη στον έναν εξ αυτών μετέωρου ηλιακού επί σειράς λίθινων κιλλιβάντων.
Οι τρεις πύργοι θα μπορούσαν λόγω μεγάλου (και οπωσδήποτε μεγαλύτερου όλων των υπολοίπων πύργων) μεγέθους, ιδιαιτέρως επιμελημένης πρόσοψης, ύπαρξης (μόνο σε αυτούς από το σύνολο της οχύρωσης της Κάτω Χώρας) δυτικών στοιχείων να θεωρηθούν μέρη ενιαίας σύλληψης και εκτέλεσης. Οι δύο εξ αυτών (ο βορειότερος και ο της Περιβλέπτου) συνδέονται με πύλες (μια βοηθητική, πιθανότατα στρατιωτική πυλίδα στο ισόγειο του πρώτου και την κύρια πύλη της μονής αμέσως στα Α του δεύτερου), ο ενδιάμεσος καταλαμβάνει το πλέον προβεβλημένο σημείο της όλης οχυρωματικής γραμμής, καλύπτοντας την πηγή της Μαρμάρας.
Μεταξύ των δύο βορειότερων οικοδομήθηκε περί το 1370 ο ναΐσκος του Άι-Γιαννάκη. Την ίδια ακριβώς εποχή (περ. 1365-1380) ανεγείρεται η Μονή της Περιβλέπτου στο νότιο άκρο αυτού του συνόλου από τον πρώτο Δεσπότη, Μανουήλ Καντακουζηνό. Στον ίδιο αποδίδεται σειρά έργων τόσο στο εσωτερικό της πόλης όσο και στις δύο οχυρωματικές της ζώνες, ενδεικτικών της μεγάλης του ισχύος, της μακράς διάρκειας της παραμονής του στην πόλη, της οικονομικής άνθησης κατά τη διάρκεια της θητείας του. Η δυνατότητα κατασκευής ηλιακού στη θέση αυτή εξ άλλου (σε αντιδιαστολή με τη μεταγενέστερη κατάργησή του και την απόφραξη των οδηγούντων σε αυτόν ανοιγμάτων) μαρτυρά μια εποχή ειρήνης και ασφάλειας, τις οποίες είναι γνωστό ότι είχε για μεγάλο διάστημα επιτύχει στην επικράτειά του ο συγκεκριμένος Δεσπότης. Ακόμη, η παρουσία τόσων δυτικών στοιχείων θα πρέπει προφανώς να συνδεθεί με την αναβίωση των δανείων από τη γοτθική αρχιτεκτονική, η οποία παρατηρείται κατά τη δεσποτεία του Μανουήλ, απολύτως εντεταγμένη στο φιλοδυτικό του πνεύμα και την έλευση και παραμονή στην πόλη τόσο της συζύγου του, Isabelle de Lusignan, όσο και ποικίλων άλλων Λατίνων.
Η πολυτελής αυτή μορφή που φαίνεται να έλαβαν κατά το β΄ ήμισυ του 14ου αιώνα οι τρεις προβεβλημένοι πύργοι της Κάτω Χώρας του Μυστρά μάς επιτρέπει να ανασυστήσουμε τη διαμόρφωση της περιοχής στη βάση του λόφου, αμέσως έξω από τα τείχη του αστικού συγκροτήματος. Η στράτα (ο πλακόστρωτος δημόσιος δρόμος), μετά τη διέλευση του Βασιλοποτάμου πιθανότατα μέσω γέφυρας που βρισκόταν στην ίδια θέση με τη σωζόμενη μεταβυζαντινή, οδηγούσε αφ' ενός στην πύλη της Μονής Περιβλέπτου, εποπτευόμενης από τον υψηλό πύργο και ευρισκομένης απέναντι από την πλέον επιμελημένη όψη του καθολικού, αφ' ετέρου στην κεντρική πύλη του κυρίως οικισμού (στο ΒΑ άκρο του) και στη συνέχεια στην επίσημη είσοδο στην Άνω Χώρα ("πύλη τ' Αναπλιού") μέσω του Διασέλου στα Β-ΒΑ. Στο πέρασμά του ο επισκέπτης αντίκριζε κραταιούς πύργους με επιβλητική όψη και το παρεκκλήσι του Άι-Γιαννάκη, που οι συνθήκες που εξασφάλιζε η εξουσία του βυζαντινού διοικητή, Δεσπότη Μορέως, επέτρεπαν να κτιστεί εκτός των τειχών.



ΚΛΗΜΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΒΑΤΙΚΩΝ

 Το Κάστρο των Βατίκων, παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει, δεν έχει μέχρι σήμερα αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Με βάση τα νέα αναλυτικά σχέδια αποτύπωσης του μνημείου και επί τόπου παρατηρήσεις είναι δυνατόν να διατυπωθούν κάποιες βασικές διαπιστώσεις για την αρχιτεκτονική του και να γίνει μια πρώτη προσέγγιση της σύνθετης οικοδομικής του ιστορίας.
Το μνημείο είναι κτισμένο σε φυσικά οχυρή θέση, λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Νεάπολης Βοιών, κοντά στον οικισμό του Μεσοχωρίου. Καταλαμβάνει βραχώδες έξαρμα που σχηματίζεται στην κορυφή λόφου, ο οποίος δεσπόζει στον κάμπο των Βατίκων και εποπτεύει, εκτός από αυτόν, την είσοδο του Λακωνικού Κόλπου και το στενό μεταξύ Κυθήρων και Ελαφονήσου.
Είναι σχετικά μικρών διαστάσεων, με πολυγωνική κάτοψη μέσου μήκους 32,00 και πλάτους 18,50 μ. Διαθέτει υψηλό περιμετρικό τοίχο χωρίς επάλξεις, διώροφο αμυντικό πύργο στο υψηλότερο σημείο του, με ορθογώνια κάτοψη και δεξαμενή στο ισόγειο, και επτά θολοσκεπή κτήρια διατεταγμένα γύρω από μικρή εσωτερική αυλή. Σε ένα από αυτά, το μοναδικό που διατάσσεται κάθετα στον περίβολο, έχει κατασκευαστεί κόγχη για να διαμορφωθεί, σε δεύτερη οικοδομική φάση, μονόχωρος καμαροσκεπής ναός. Χαρακτηριστική στα περισσότερα κτήρια είναι η κάλυψη των ισογείων με αλληλοεισδύουσες καμάρες που φέρονται από ισχυρά προέχουσες παραστάδες. Στους ορόφους, όπου διατηρούνται, οι χώροι διαμορφώνονται με τυφλά αψιδώματα και καλύπτονται με ενιαίες καμάρες.
Οι τοίχοι είναι κτισμένοι από αργολιθοδομή με συχνή παρεμβολή λίθινων ή πλίνθινων βυσμάτων. Οι θόλοι, που είναι κτισμένοι επίσης από αργούς λίθους, είχαν μέτωπα από λαξευτό πωρόλιθο. Λαξευτά πώρινα πλαίσια, τα οποία  έχουν -σχεδόν όλα- αφαιρεθεί, διαμορφώνονταν και στα ανοίγματα. Η αρχική πύλη δεν σώζεται.
Το κάστρο κατέληξε στη σημερινή του μορφή μετά από αρκετές φάσεις εργασιών, η διάκριση των οποίων παρουσιάζει προβλήματα, που οφείλονται στην κατάρρευση μεγάλων τμημάτων των κτηρίων. Στην πρώτη οικοδομική φάση θα πρέπει πιθανότατα να αποδοθεί ο πύργος. Ένας περιμετρικός τοίχος με περίδρομο σε τοξωτές υποδομές, ίσως και ένα δεύτερο κτήριο στην πύλη του κάστρου, σήμερα κατεστραμμένο, θα μπορούσαν να ανήκουν στην ίδια οικοδομική φάση. Την οριστική του μορφή πρέπει να πήρε μετά από ένα μεγάλο πρόγραμμα αναμόρφωσης, που περιέλαβε την ανέγερση των περισσότερων από τα κτήρια γύρω από την εσωτερική αυλή.
Σε μικρή απόσταση, στη βάση του λόφου, σχηματίζεται χαμηλό προτείχισμα, από το οποίο προέχουν δύο προμαχώνες, που προστάτευαν με κανόνια το οχυρό από την πιο ευάλωτη, από πλευράς φυσικού αναγλύφου, πλευρά. Γύρω από το κάστρο διατηρούνται κατάλοιπα κτισμάτων, μεταξύ των οποίων ερειπωμένος μικρός ναός, που ανήκε στον τύπο του μονόκλιτου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των κτηρίων εντός του οχυρωματικού περιβόλου.
Η ίδρυση του κάστρου πρέπει να χρονολογηθεί στην εποχή του Δεσποτάτου του Μοριά, με βάση τόσο τις κατασκευαστικές ομοιότητες με άλλα μνημεία που αποδίδονται στην εποχή αυτή, κοσμικά ή και θρησκευτικά όσο και τις έμμεσες πληροφορίες που προκύπτουν από τις πηγές. Στην ίδια περίοδο φαίνεται ότι πήρε, σε μεγάλο βαθμό, και τη σημερινή μορφή του. Κάποιες επεμβάσεις, όπως η κατασκευή των προμαχώνων, χρονολογούνται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ή της Βενετοκρατίας.


 

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΒΑΡΑΛΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΤΣΕΚΕΣ – ΚΩΝΣΤΑΝTΙΝΟΣ Φ. ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗΣ

ΤΟ ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΚΑΣΤΡΟ CHIVERI ΣΤΟΥΣ ΜΥΛΟΥΣ ΛΕΡΝΑΣ

Στο λόφο Ποντίνο, που αποτελεί το φυσικό όριο της Αργολικής πεδιάδας προς Νότον, δεσπόζει το κάστρο των Μύλων. Πρόκειται για μικρό κάστρο (συνολικού εμβαδού 9.358τ.μ.) με τριμερή διαίρεση, που διατηρεί εξαιρετική οπτική επαφή τόσο με το Αργείτικο κάστρο της Λάρισας, όσο και με την Ακροναυπλία, και αποτελεί ουσιαστικά το παρατηρητήριο ελέγχου του κάμπου του Άργους και της Νότιας εισόδου του Αργολικού κόλπου. Το κάστρο δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση, αλλά προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την οχυρωματική τέχνη των Φράγκων επικυρίαρχων της Αργολίδας το 13ο αιώνα. Παρόλο που έχει παρουσιαστεί συνοπτικά από τον W.E. MacLeod το 1962, η παρούσα ανακοίνωση θα επικεντρωθεί σε παρατηρήσεις κατασκευαστικές και μορφολογικές, και θα επιχειρηθεί η ένταξή του στο οχυρωματικό δίκτυο που εγκαθίδρυσαν οι Φράγκοι στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο μετά το 1205.
Ο περίβολος της ακρόπολης είναι εξαγωνικός με πύργους που προσκολλώνται στις γωνίες. Λίγοι είναι οι πύργοι που σώζονται σε ικανό ύψος και διατηρούν ίχνη των εσωτερικών καθ’ ύψος διαιρέσεων. Η χάραξη της οχύρωσης είναι προσεγμένη, η κατασκευή επιμελής και η κάτοψη παραπέμπει άμεσα σε άλλα ιπποτικά κάστρα της Αργολιδοκορινθίας, όπως τα κάστρα του Αγιονορίου, του Αγγελοκάστρου και της Αλλαταριάς. Στο μέσο περίπου του περιβόλου σώζεται τμήμα του ορθογώνιου κεντρικού πύργου («donjon»), από τον οποίο σώζεται το νότιο ήμισυ. Η κινστέρνα στη Νοτιοανατολική γωνία του υπογείου του κεντρικού πύργου, που φέρει κάλυψη από δυο καμάρες που στηρίζονται σε ισάριθμα τόξα, είναι το μόνο κτίσμα που διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Μια δεύτερη κινστέρνα με παρόμοιο τρόπο στέγασης σώζεται στα Ανατολικά του πύργου.
Ο εξωτερικός περίβολος του κάστρου εκτείνεται προς Βορράν της ακρόπολης και ως προς την κάτοψη παρουσιάζει σχετικά ακανόνιστη χάραξη, ιδιαίτερα στο Δυτικό τμήμα, όπου τα μεταπύργια ακολουθούν το φρύδι του βράχου. Οκτώ πύργοι προσκολλώνται κατά κανόνα στις γωνίες και δεν συνδέονται με τα μεταπύργια, όπως ακριβώς και οι πύργοι της ακρόπολης. Οι θέσεις των πυλών του κάστρου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, δεδομένης της μεγάλης κατάρρευσης των μεταπυργίων και των λιθοσωρών που έχουν συσσωρευτεί από το οικοδομικό υλικό. Στο εσωτερικό του περιβόλου σώζονται ίχνη πολλών κτισμάτων, από τα οποία έχει ερευνηθεί μονόχωρος ναός στα Βορειοανατολικά, όπου το τείχος παρουσιάζει μιαν καμπύλη εκτροπή, προκειμένου να τον περιβάλλει  πό την Ανατολική πλευρά.
Η τοιχοποιία των μεταπυργίων του εξωτερικού περιβόλου αποτελείται από μικρούς γκρίζους ασβεστόλιθους, που εξορύχθησαν επιτόπου και πελεκήθηκαν ελάχιστα. Ο περίβολος της ακρόπολης και όλοι οι πύργοι, της ακρόπολης και του εξωτερικού περιβόλου, είναι κατασκευασμένοι με τους ίδιους ντόπιους ασβεστόλιθους και με ισχυρό συνδετικό κονίαμα. Σ’αυτούς και μόνον έχουν κατά τόπους παρεμβληθεί στους κάθετους και τους οριζόντιους αρμούς μικρές πλακαρές πέτρες και θραύσματα κεραμίδων και πλίνθων.
Ο ακριβής προσδιορισμός της χρονολόγησης του κάστρου δεν είναι δυνατός λόγω έλλειψης πληροφοριών από άμεσες πηγές. Ωστόσο, η μελέτη των τοιχοποιιών, ιδιαίτερα του ακροπυργίου και των δεξαμενών, τεκμηριώνει τη σειρά των οικοδομικών εργασιών στο κάστρο. Η σύγκριση του σχεδίου και του τρόπου κατασκευής του με άλλα γνωστά κάστρα στην ευρύτερη περιοχή υποδεικνύει τη χρονική τοποθέτησή του στα μέσα του 13ου αιώνα. Η συνεξέταση της τοπογραφικής θέσης και της ιστορίας του κάστρου συμβάλλει στην κατανόηση του ρόλου του ως στρατηγικού εργαλείου εδραίωσης της Φραγκικής εξουσίας στην περιοχή.



 

JØRGEN BAKKE

CLASSICAL VERSUS BYZANTINE. THE POWER OF HISTORIOGRAPHY IN THE STUDY OF FORTIFICATIONS IN THE HIGHLAND PLAINS OF EASTERN ARCADIA

Like with many other topics in Greek archaeology the historiography of Peloponnesian fortification architecture has been focused on the classical era. In Eastern Arcadia the presumably archetypical, historically well documented, and well preserved case in the classical fortifications of Ancient Mantineia has provided an important paradigm for studies of the poorly documented fortification history of Mantineia’s neighbour Tegea. At Mantineia the classical fortifications are distributed in a semi-circular manner around the urban centre, thus resembling the ideal image of geometrically designed city walls from the classical period. One particular historiographical reason why early studies of Tegea, from the late 19th century, was especially focused on the paradigm of Mantineia is the fact that the French archaeologists who conducted the first systematic surveys of Tegea had recently participated in the exploration of the Mantinean fortifications. Due to these circumstances the Tegean city walls have so fare always been regarded to be of a classical date, and in line with this hypothesis they have also been reconstructed as a semi-circular structure around the Ancient urban centre.
In light of more recent archaological fieldwork at Tegea undertaken both by the Greek Archaeological Service and the Norwegian Institute at Athens this paper discusses methodological and theoretical problems associated with the traditional bias of classical over byzantine in the historiography of Peloponnesian fortification architecture. In the case of Tegea this is not so much a question about what is the most appropriate interpretation of the documented remains, because the actual remains are scanty and poorly documented. In fact, the only preserved remains of fortifications at Tegea are probably medieval (middle byzantine) rather than Ancient. If one agrees with the established opinion that the urban site of Ancient Tegea was reoccupied in the middle byzantine period, but by this time under the name Nikli, there are also testemonies of medieval fortifications in historical sources (The Chronicle of Morea). Since there are, in fact, very few Ancient historical sources that testify to the existence of urban fortifications at Tegea in the classical period (Xenophon, Hellenika), there are, in fact, no methodologically sound arguments in favour of the classical interpretation. Contrary to the traditional historiographical opinion this paper accordingly puts forward the hypothesis that the presumed classical fortifications of Tegea might just as well be early byzantine.
The past twenty years of Norwegian and Greek investigations of the urban site of Tegea/Nikli have included surface survey, magnetometer - and georadar investigations, and most recently also excavations. The overall design and structure of the Ancient as well as the medieval urban site is still very much in the dark. Partial documentation of the extent of the ancient settlement, as well as indications of regular city planning, and urban fortifications has, however, made it possible to reformulate many research issues in the history of the urban site from the late archaic through to the middle byzantine period. This paper emphasises the importance of promoting the byzantine hypothesis in the reformulation of research issues that address the fortification history of this important Peloponnesian urban site.




ΜΥΡΤΩ ΒΕΪΚΟΥ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΓΛΥΠΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΣΕ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΥΣΤΕΡΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Η ανακοίνωση διαπραγματεύεται μια μεσαιωνική πρακτική σχετικά με την χρήση νέων και την επανάχρηση παλαιότερων γλυπτών αρχιτεκτονικών μελών σε οχυρωματικά έργα, με βάση παραδείγματα από την Πελοπόννησο, τα οποία χρονολογούνται κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (από τον 13ο έως τον 18ο αιώνα). Η πρακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να συνεισφέρει σε μια συγκεκριμένη διαμόρφωση των προσόψεων στις εισόδους των αρχιτεκτονικών αυτών έργων. Ο πιθανός στόχος της διαμόρφωσης αυτής φαίνεται πως ήταν η αποτροπαϊκή λειτουργία των αναπαραστάσεων που απεικονίζονταν στις προσόψεις και ως εκ τούτου η συμβολικά επιτελούμενη προστασία όχι μόνον των συγκεκριμένων οχυρώσεων αλλά και των συνολικών οικισμών στους οποίους αυτές αναφέρονταν και τους οποίους προστάτευαν με έναν διπλό τρόπο: τον υλικό και πρακτικό σκοπό για τον οποίο είχαν ανεγερθεί αλλά και την οικεία ιδεολογική και τελετουργική πρακτική την οποία υποδήλωναν.
Τόσο η ιδιαίτερη διαμόρφωση των προσόψεων όσο και ο αποτροπαϊκός ρόλος των νέων ή επαναχρησιμοποιημένων γλυπτών μελών, τα οποία ενσωματώνονταν σε περίοπτα και κυρίως οριακά και σημαίνοντα τμήματα των οχυρώσεων, ήταν στοιχεία ήδη γνωστά στην βυζαντινή αρχιτεκτονική και σημασιοδοτούσαν την ιδεολογική χρήση του χώρου. Η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, της συγκεκριμένης πρακτικής για την οποία γίνεται λόγος εδώ έγκειται στα σύμβολα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν και να εγκαθιδρύσουν μέσω της τεχνικής τις κοινές ιδεολογικές χρήσεις του χώρου και τα οποία κατ’ επέκταση υποδηλώνουν και οπτικά το περιεχόμενο των πεποιθήσεων που υποκρύπτονται και που δεν εγγράφονται στα πλαίσια της χριστιανικής πίστης. Συγγενείς πρακτικές άλλωστε ανιχνεύονται σε Βυζαντινά αρχιτεκτονικά έργα της πρώιμης και μέσης περιόδου, ενώ ανάλογα φαινόμενα μαρτυρούνται από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα και στον δυτικό μεσαιωνικό κόσμο.
Στα πλαίσια της συγκεκριμένης ανακοίνωσης επιχειρείται καταρχάς ο προσδιορισμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης πρακτικής που υλοποιείται με την επανάχρηση παλαιότερων αρχιτεκτονικών γλυπτών ώστε να αναδιαμορφωθούν ανάλογα και οι προσόψεις των κτισμάτων. Η ερμηνεία των χαρακτηριστικών αυτών θα διερευνηθεί μέσα στα πολιτισμικά πλαίσια της εποχής στην οποία εγγράφονται. Επίσης οι υποθέσεις που διατυπώνονται  αφορούν τόσο την προέλευσή της και τη σχέση της με τις παλαιότερες αλλά και με νεότερές της συγγενείς αρχιτεκτονικές πρακτικές. Τέλος, συζητείται η σημασία της ενσωμάτωσης παλαιότερων γλυπτών σε νέα κτίσματα, κατά τον μεσαίωνα και τη νεότερη περίοδο, όχι μόνον σχετικά με την τεχνική και τη συμβολική χρήση της πρακτικής που περιγράφτηκε αλλά και σχετικά με την συνάφειά της προς άλλα πολιτισμικά φαινόμενα που αναδεικνύουν την ιδεολογία της καθημερινής ζωής αυτής της εποχής.

 

 

MARTINE BREUILLOT

ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ, ΑΛΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ. ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, μετά από απαίτηση των φεουδαρχών, ανοικοδομείται εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός κάστρων, μικρών και μεγάλων.
Καθώς η φραγκοκρατία έχει δικούς της στόχους, αρχές και αξίες, το κάστρο συμβολίζει ταυτόχρονα τη δύναμη, την προστασία, την οικονομική και την πολιτική εξουσία. Εκτός από το ζήτημα του μεγέθους της οχύρωσης, ανάλογα με το ρόλο που παίζει κάθε κάστρο στο χώρο της Πελοποννήσου, οι παρατηρήσεις των αρχαιολόγων θα πρέπει να συνδυαστούν με όλες τις διαθέσιμες πηγές: λογοτεχνικά, διοικητικά, εμπορικά κείμενα, αλλά και κατάστιχα, listes de fiefs,  κυρίως του 14ου αιώνα.
Από τη μεσσηνιακή μου εμπειρία, προκύπτουν ιδιαίτερες περιπτώσεις και άξονες μεθοδολογίας, ως προς τα μεσαιωνικά κάστρα. Τα περισσότερα διατηρούνται σε ερειπιώδη κατάσταση και είναι γνωστά με το μεσαιωνικό τους όνομα δηλώνοντας τη σχέση τους κατ’αυτόν τον τρόπο με την περίοδο της φραγκοκρατίας. Άλλοτε πάλι, ορισμένα κάστρα μας είναι γνωστά λόγω εμφανών οικοδομικών λειψάνων, αλλά αγνοούμε την ονομασία τους. Τέλος, κάποια άλλα προκύπτουν αποκλειστικά μέσα από τις πηγές.
Τα επιλεγμένα παραδείγματα της ανακοίνωσης προέρχονται κυρίως από την Μεσσηνία. Η έλλειψη σύμπτωσης ανάμεσα στα τοπωνύμια και στα μνημεία πρέπει να καθοδηγήσει τον ερευνητή προς διαφορετικές και συμπληρωματικές έρευνες, με στόχο την πληρέστερη κατανόηση της πραγματικότητας της Φραγκοκρατίας.



TIMOTHY E. GREGORY

DEFENSIVE STRUCTURES IN THE PELOPONNESOS, 4TH – 7TH CENTURIES: PROBLEMES AND PERSPECTIVES

This presentation seeks to provide some background for our discussion of fortifications up to the present, pointing out the main concerns as 1) a concern to use the archaeological evidence as a means to prove or disprove the evidence of the few literary texts that deal with fortification and 2) arguments concerning the dates assigned to fortification projects, partly on the basis of style, but more commonly on the basis of the ceramic evidence. This paper maintains that, while these approaches are appropriate and valuable from a scholarly perspective, they remain rather narrow in focus and they fail to place fortification policy into primary historical debate about the nature of this crucial period of transition and the major forces that played significant roles during it. In other words, the study of fortifications of the early Byzantine Peloponnesos has become somewhat isolated and removed from broader historiographic discussion, both within and without Greece. To be sure, any discussion of fortification projects must be based primarily on the archaeological information, but that, in turn, must be informed by the broader questions raised by historical investigation. The present paper will look quickly at some of those questions as they impact the Peloponnesos but it will focus more clearly on monuments in the northeastern Peloponnesos and the islands that lay around it, where archaeological investigation has the potential to provide significant new understanding of how fortification policies changed (necessarily) as a result of broad changes in geopolitical realities.
Η παρούσα ομιλία έχει το σκοπό να εξετάσει τη βιβλιογραφία και την επιστημονική συζήτηση στις οποίες βασίζεται η κατανόηση του δομικού συστήματος άμυνας στη Πελοπόννησο στη πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ο-7ο αι.). Αρχίζοντας, η ανακοίνωση περιέχει μια ιστορική περίληψη με δύο κυρία θέματα: 1) τη χρήση αρχαιολογικών δεδομένων στην υποστήριξη μιας υπόθεσης ή μη, σε σχέση με ορισμένα γνωστά ιστορικά κείμενα και 2) συζητήσεις σχετικά με τη χρονολόγηση διάφορων αμυντικών οχυρών σχετικά με τον τρόπο κατασκευής (αρχιτεκτονική) και ευρημάτων (κυρίως κεραμεικά) από ανασκαφές. ‘Έρευνες τέτοιου είδους είναι χρήσιμες, αλλά χρειάζεται να επεκταθούμε σε μελέτες πέρα από αυτές τοπικής μόνο σημασίας και να καταλήξουμε σε μελέτες με ευρύτερη γεωγραφική σημασία οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν καινούργιες θεωρίες για αυτή τη πολύ σημαντική μεταβατική εποχή. Με άλλα λόγια, η μελέτη των οχυρωματικών έργων της Πελοποννήσου είναι, σήμερα, λίγο απομονωμένη από την ευρύτερη ιστορική συζήτηση, και μέσα και έξω από την Ελλάδα. Φυσικά οποιαδήποτε μελέτη του αμυντικού συστήματος της εποχής πρέπει να είναι βασισμένη στα αρχαιολογικά δεδομένα, αλλά η μελέτη αυτή πρέπει να εξετάζει και θέματα πιο ευρύτερης ιστορικής σημασίας. Η παρούσα ομιλία θα παρουσιάσει μια σύντομη επισκόπηση από τέτοια ζητήματα που έχουν σχέση με τη Πελοπόννησο, ενώ παράλληλα θα ασχοληθεί πιο λεπτομερώς με τα οχυρά της ΝΑ Πελοποννήσου και των κοντινών βραχονησίδων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν σε μια καινούρια κατανόηση της ιστορίας της περιοχής.



 
TIMOTHY E. GREGORY
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

Η θέση του Αγίου Βασιλείου στη νότια Κορινθία είναι γνωστή για το σημαντικό κάστρο και τον οικισμό της φράγκικής εποχής, από το 14ο αιώνα και μετά. Ο Α. Μπον επισκέφτηκε το κάστρο και το αποτύπωσε με ένα αρκετά ακριβές σχέδιο ενώ οι Longnon και Topping μελετήσανε τα σημαντικά έγγραφα που προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το φεουδαρχικό και διοικητικό σύστημα της Κορινθίας στα μέσα του 14ου αιώνα. Με βάση αυτές τις προηγούμενες μελέτες, με τη σειρά μας πραγματοποιήσαμε μια μικρή αρχαιολογική μελέτη στο κάστρο του Α. Βασιλείου, ερευνώντας τη στρατηγική του σημασία, και με ιδιαίτερη έμφαση γύρω από το θέμα των κατοίκων που ζούσανε μέσα στα τείχη του στις παραπάνω από 50 οικίες που εντοπίστηκαν εκεί. Σαν προκαταρκτικό συμπέρασμα υποθέτουμε ότι ο Α. Βασίλειος ανήκει στη κατηγορία οικισμού με μικτό πληθυσμό, με τους (Φράγκους;) διοικητές/προνομιούχους να καταλαμβάνουν τον πύργο που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του κάστρου, ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι – προφανώς στο επί το πλείστον τους Έλληνες ορθόδοξοι – κατοικούσαν, σε μάλλον αρκετά άθλια κατάσταση, στο κάτω μέρος του οικισμού. Η ανακοίνωση αυτή έχει σκοπό την παρουσίαση σχετικών πληροφοριών που έχουν προκύψει από αυτή τη μελέτη.
The site of Ayios Vasileios in the southern Korinthia is known for its important castle and settlement of the Frankish period (at least from the 14th century onward). Antoine Bon visited the site and produced an important plan that is reasonably accurate and Longnon and Topping discuss the significant information from the mid-14th century feudal tax documents from the Korinthia and what they can tell us about society and economy of the several settlements under the administration of Korinth. On the basis of these earlier studies, we have carried out a small study of the castle and its military significance, with an emphasis on the people who lived in the more than 50 houses that we recorded within its walls. Among the conclusions we have reached is the suggestion that the settlement at Ayios Vasileios belongs to the category in which the (probably Frankish) administrators lived in the keep, at the highest point in the castle, while the (presumably Greek, Orthodox) inhabitants lived in relatively poor conditions in the lower part of the settlement. The paper presents some of the detailed information that resulted from the study.





ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ Λ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ. ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ


Το Βυζάντιο, όντας η φυσική και αδιάσπαστη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή, κατείχε την κληρονομιά του Ελληνορωμαϊκού Κόσμου και στα ζητήματα της πολεμικής τέχνης και της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Οι σχετικές πραγματείες των συγγραφέων της ελληνιστικής εποχής αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης και αντιγραφής, εμπνέοντας και επηρεάζοντας τα νέα στρατιωτικά εγχειρίδια που παρήγοντο στο εξής. Από την άλλη μεριά, υπήρχε παντού ένα πλούσιο υπόστρωμα κτιριακών καταλοίπων, που ήταν διαθέσιμο για επαναχρησιμοποίηση μέσα στο πλαίσιο των νέων αναγκών της Ύστερης Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, αλλά και ένα διαρκές κίνητρο για μελέτη και πειραματισμό.
Οι βυζαντινές οχυρώσεις είναι ένα αντικείμενο έρευνας αχανές, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση στο χώρο και στο χρόνο. Η μελέτη της εξέλιξής τους συμπλέκεται με εκείνην των εξελίξεων στην πολεμική τέχνη, σε σχέση με τους πολιτισμούς που περιέβαλλαν το Κράτος, ένα τομέα στον οποίο το Βυζάντιο επέμενε να δίνει τη μέγιστη προσοχή. Οι οχυρώσεις, επίσης, ως έργα με άμεσα πρακτική και κρίσιμη σημασία, βρίσκονταν συνεχώς στην προτεραιότητα, με συνεχείς επισκευές, ενισχύσεις, προσθήκες, ανυψώσεις, επεκτάσεις, καθώς και ιδρύσεις εξ ολοκλήρου νέων κτιρίων. Κατά συνέπεια, η προσέγγιση του αντικειμένου απαιτεί σήμερα έναν αξιοσημείωτο βαθμό ανάλυσης (που συνήθως δεν αφιερώνεται στα περισσότερα μνημεία), αλλά και εμβάθυνση στις γραπτές πηγές και, φυσικά, την εύστοχη εκτίμηση των ίδιων των κτισμάτων, μέσα από την προσεκτική διάκριση και ερμηνεία των οικοδομικών τους φάσεων.
Στην παρούσα εισήγηση επιχειρούμε μια επισκόπηση των βυζαντινών οχυρώσεων στο χώρο και το χρόνο, χωρίζοντάς τις (αρκετά συμβατικά) σε δύο κατηγορίες, τις «δημόσιες», δηλαδή όσες είχαν καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα και ήταν έργα μεγαλύτερης κλίμακας και τις «ιδιωτικές», τα μνημεία των οποίων, για τη μέση και ύστερη βυζαντινή εποχή, είναι κυρίως μοναστηριακά κτίσματα.



 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΑΚΑΛΛΑΣ

ΘΥΡΕΟΙ, Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ "ΣΥΜΒΟΛΟΥ" ΣΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Στην ανακοίνωση γίνεται προσπάθεια να μελετηθούν οι θυρεοί που εντάσσονται μέσα στο «τοπίο» των οχυρώσεων στην Πελοπόννησο, από τη Λατινική κατάκτηση έως τον 15ο αιώνα, γίνεται μία ανάγνωση της επίδρασης των θυρεών στην οχυρωματική και στους λαούς της εποχής. Η πρωτοτυπία της ανακοίνωσης έγκειται στην ότι αυτή συστηματικά πραγματεύεται και αναλύει τη συμβολική αξία των θυρεών αναφορικά με το ζήτημα του σχεδιασμού του χώρου στην οχυρωματική της Πελοποννήσου.
Δοθέντος ότι κατά το νομικό ορισμό της εξουσίας, Ηγεμόνας είναι αυτός ο οποίος έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει με ισχύ μέσω μιας επαπειλούμενης ποινής έναν κανόνα, έτσι ώστε ο κανόνας αυτός να αποκτά την ισχύ ενός κανόνα δικαίου, εξετάζεται κατά πόσο οι θυρεοί αποτελούν μέσω «άσκησης» της εξουσίας αυτής του Ηγεμόνα, η οποία πέραν της ουσιαστικής νομιμοποίησής της έχει ανάγκη και την τυπική προς τα έξω αναγνώρισή της μέσω συμβόλων και συμβολισμών όπως είναι και οι θυρεοί.
Η διάρθρωση της μελέτης είναι η εξής.
Βρίσκουμε σε ποιες οχυρώσεις στην Πελοπόννησο υπάρχουν θυρεοί την περίοδο που μελετάμε και τους καταγράφουμε. Οι θυρεοί που παρατηρούνται στις οχυρώσεις του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς, της Κορώνης, της Μεθώνης κτλ., μας παρέχουν τα παραδείγματα πάνω στα οποία στηρίζεται η ανακοίνωση.
Εντοπίζουμε σε ποια σημεία της εκάστοτε οχύρωσης είναι ενταγμένοι-τοποθετημένοι. Τους αναλύουμε κατασκευαστικά, μορφολογικά, εικαστικά και σημασιολογικά. Επιχειρείται μέσω των παραπάνω αναλύσεων να τους συγκρίνουμε όσον αφορά την τυπολογία τους, την μορφολογία τους, τις αισθητικές, συμβολικές, θεοκρατικές και επικοινωνιακές σημασίες, που έχουν αυτοί στους πληθυσμούς. Ορίζουμε τους θυρεούς και τους μη θυρεούς.
Οι παραπάνω συγκρίσεις γίνονται με σκοπό να αποκομίσουμε συμπεράσματα και να καταλήξουμε στην απόδοση της αξίας τους στο αίσθημα του χώρου των οχυρώσεων, να προσδιορίσουμε την ταυτότητά τους στο περιβάλλον με κάθετα και οριζόντια επίπεδα θεωρητικά και πραγματικά.  
Στα πλαίσια της ανακοίνωσης γίνεται προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα όπως:
Τι είναι «σύμβολο» και σε τι βαθμό ο θυρεός είναι το σύμβολο του εκάστοτε Ηγεμόνα στο «τοπίο» των οχυρώσεων στην Πελοπόννησο.
Πόσο οι θυρεοί συμβάλλουν στην επιβολή της εξουσίας στους πληθυσμούς της Πελοποννήσου στους υπηκόους και μη-υπηκόους, σε τι βαθμό και με ποιους τρόπους.
Ποια είναι η αξία των θυρεών και η εμπλοκή τους (αν υπάρχει) στην αμυντική των οχυρώσεων, όπου εξετάζονται πεδία όπως η επίδραση της εικόνας ως σύμβολο εξουσίας του Ηγεμόνα στην οχυρωματική αρχιτεκτονική.
Ποιο είναι το όριο του θεοκρατικού στους θυρεούς και πόσο συμβάλλει στον στόχο της σμίλευσής τους, δηλαδή στη γνωστοποίηση-νομιμοποίηση της ανθρώπινης εξουσίας, μέσα στο τοπίο των οχυρώσεων.
Με τη μέθοδο αυτή οριοθετούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θυρεών προσδιορίζουμε και καθορίζουμε το απροσδιόριστο σύνολο των εννοιών-σημασιών τους στην οχυρωματική αρχιτεκτονική, από τον 13ο έως και τον 15ο αιώνα, στην Πελοπόννησο.



ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΠΑΣ - ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΡΟΕΝΕΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ

Η Μεθώνη κατοικείται αδιάλειπτα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Το κάστρο της, έκτασης 100 περίπου στρεμμάτων, καταλαμβάνει μια μακρόστενη χερσόνησο μέγιστου μήκος 500μ., που συνδέεται με τη στεριά από τη βόρεια πλευρά της. Η νευραλγική θέση της πόλης στο σταυροδρόμι των κυριότερων θαλάσσιων δρόμων που οδηγούσαν από τη Δυτική Ευρώπη στην ανατολική Μεσόγειο, την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους, εξασφάλισε πλούτο και ευημερία στους κατοίκους της. Υπήρξε όμως και η κυριότερη αιτία προσέλκυσης διαχρονικά εχθρικών επιθέσεων, τα ίχνη των οποίων έχουν αποτυπωθεί αδρά στη δαιδαλώδη οικοδομική ιστορία των οχυρώσεων της πόλης.
Η πλειονότητα των ερευνητών που ασχολήθηκαν μέχρι σήμερα με την οχύρωση της Μεθώνης εστιάζουν, όπως είναι εύλογο, στη μελέτη των φάσεων της Α΄ (1207-1500) και κυρίως της  Β΄ Ενετοκρατίας (1685-1715), που δεσπόζουν στο κάστρο.  Δεν έχει ωστόσο επιχειρηθεί μία συστηματική προσπάθεια αναγνώρισης φάσεων προγενέστερων των αρχών του 13ου αιώνα. Στην παρούσα ανακοίνωση θα σχολιασθούν κριτικά τα μέχρι σήμερα δημοσιευμένα πενιχρά στοιχεία σχετικά με τις προενετικές φάσεις του κάστρου και θα παρουσιασθούν τμήματα των οχυρώσεων που με βεβαιότητα μπορούν να τοποθετηθούν σε εποχή προγενέστερη του 1200.
Εκτός από τον μεγάλο πύργο από λαξευτή λιθοδομή στην ανατολική πλευρά του κάστρου, κτίσμα πιθανώς των ρωμαϊκών χρόνων, στις προενετικές φάσεις των οχυρώσεων περιλαμβάνεται και ένα τμήμα του τείχους που εκτείνεται από την εξωτερική πύλη (την πύλη του προτειχίσματος) έως τη λεγόμενη ενδιάμεση πύλη. Στον πρόσφατα δημοσιευμένο οδηγό της Μεθώνης των εκδόσεων του ΤΑΠΑ, το τμήμα αυτό, κτισμένο με ορθογωνισμένους πωρόλιθους, χαρακτηρίζεται «ως ένα από τα λίγα αρχαία τμήματα οχύρωσης που σώζονται στο κάστρο». Ωστόσο, η ύπαρξη συνδετικού κονιάματος ανάμεσα στις πώρινες λιθοπλίνθους, αλλά και άλλες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που θα παρουσιαστούν αναλυτικά στην ανακοίνωση, υπαγορεύουν τη μετάθεση της χρονολόγησής του κατά αρκετούς αιώνες. Ένα μικρό μόνο τμήμα του τείχους αυτού ανάγεται πιθανώς στα αρχαία χρόνια, το οποίο διατηρήθηκε επειδή αντιστηριζόταν από τον μεγάλο πύργο στον οποίο αργότερα προσκολλήθηκε η ενδιάμεση πύλη. Ο πύργος αυτός, κατασκευασμένος στην αρχική του μορφή με μικτή τοιχοδομία, ανάγεται κατά πάσα πιθανότητα στην παλαιοχριστιανική περίοδο.
Ένα ακόμη μοναδικής σπουδαιότητας λείψανο των προενετικών οχυρώσεων του κάστρου της Μεθώνης σώζεται ενσωματωμένο στο δυτικό τείχος της πόλης στην περιοχή της ακρόπολης. Πρόκειται για έναν ερειπωμένο τετράπλευρο πύργο, ο οποίος, παρόλο που σημειώνεται στα σχέδια της περιόδου της Β΄ Ενετοκρατίας, πέρασε απαρατήρητος στις σύγχρονες δημοσιεύσεις για την οικοδομική ιστορία των οχυρώσεων της πόλης. Διατηρείται σε ύψος που δεν ξεπερνά κατά τόπους τα 3μ., αρκετό ωστόσο για να κατανοήσει κανείς την αλληλουχία των οικοδομικών του φάσεων. Στον πυρήνα του διακρίνονται λείψανα ενός τετράπλευρου πύργου, πλάτους 6,40μ. περίπου, κτισμένου με μεγάλες λιθοπλίνθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, προφανώς κατάλοιπο της αρχαίας οχύρωσης της πόλης. Σε μεταγενέστερη φάση το αρχικό αυτό κτίσμα εγκιβωτίστηκε σε έναν μεγαλύτερο και ψηλότερο πύργο, ίδιου σχήματος, κτισμένο κατά το μικτό σύστημα δομής, το τελικό πλάτος του οποίου ξεπερνούσε τα 9μ. Αργότερα ο πύργος αυτός ενσωματώθηκε στο τείχος που ενισχύθηκε για τις ανάγκες του πρώιμου πυροβολικού, ενώ κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων χάθηκε σχεδόν πίσω από τις σκάρπες και τους προμαχώνες που κατασκευάστηκαν λίγο πριν το 1715. 


ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΠΑΣ - ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ
ΚΑΣΤΡΑ-ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΣΤΟ ΠΡΙΓΚΗΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ. ΔΥΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Η δημιουργία του πριγκιπάτου της Αχαΐας λίγο μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους το 1204 σηματοδοτεί την εισαγωγή του φεουδαρχικού συστήματος στον Μοριά. Οι σταυροφορικές κτήσεις στην Πελοπόννησο οργανώνονται σε βαρονίες και φέουδα, στα οποία εγκαθίστανται Φράγκοι ευγενείς, αναλαμβάνοντας τη διοίκησή τους. Το νεοπαγές αυτό διοικητικό σύστημα δημιούργησε την ανάγκη ανέγερσης κτηριακών συγκροτημάτων για την εγκατάσταση της νέας άρχουσας τάξης και την εδραίωση και επιβολή της κυριαρχίας της. Διαφαίνεται λοιπόν ότι κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα κάνει την εμφάνισή του στην Πελοπόννησο ένα καινοφανές, για τα δεδομένα της περιοχής, είδος οχυρωματικών κατασκευών, στο οποίο επιχειρείται ο δημιουργικός συγκερασμός των αμυντικών αρετών ενός κάστρου με τις ανέσεις μιας αρχοντικής μεσαιωνικής κατοικίας. Από τα δεκάδες κάστρα που θεωρούνται κτίσματα της Φραγκοκρατίας στον Μοριά, λίγα σχετικά διατηρούν στοιχεία που επιτρέπουν με βεβαιότητα την ένταξή τους στην ιδιαίτερη αυτή κατηγορία, για την οποία συμβατικά χρησιμοποιούμε τον όρο «κάστρο-κατοικία». Παρόλο που ανάλογα παραδείγματα από τη Δυτική Ευρώπη είναι γνωστά σε όσους ασχολούνται με την οχυρωματική, δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι σήμερα η συστηματικότερη σπουδή των ελλαδικών κάστρων με παρόμοια χαρακτηριστικά.
Στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιασθούν δύο ανεπαρκώς δημοσιευμένα παραδείγματα από τη Μεσσηνία. Το πρώτο βρίσκεται στον μικρό συνοικισμό Κάστρο, 2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Μίλα. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ταυτίζεται με το Νεόκαστρο (Châteauneuf) που λέγεται ότι ίδρυσε η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου στα τέλη του 13ου αιώνα, για να αναχαιτίσει την εντεινόμενη επιθετικότητα των Βυζαντινών. Έχει σε κάτοψη σχήμα τραπεζίου με δύο μεγάλους πύργους στο μέσο των στενών πλευρών του.  Ένας μικρότερος πύργος υψώνεται στο μέσο της νότιας μακράς πλευράς του. Δύο πτέρυγες διατάσσονταν στο εσωτερικό του οχυρού, εκατέρωθεν μιας επιμήκους αυλής. Στην ανώτερη στάθμη της νότιας διαμορφώνονταν δύο μεγάλες ορθογώνιες αίθουσες που φωτίζονταν από ευμεγέθη παράθυρα. Στη στενή πλευρά της ανατολικής αίθουσας εγγράφονται στο πάχος του εξωτερικού τείχους τζάκι και αποχωρητήριο. Στο συγκρότημα, που φαίνεται ότι ξεκίνησε από την ανέγερση των δύο μεγάλων πύργων, αναγνωρίζονται τέσσερις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις.
Το δεύτερο κάστρο, γνωστό στους γηγενείς ως κάστρο του Σαφλαούρου, βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Παλαιόκαστρο και Λατζουνάτο και ταυτίζεται μάλλον με το αναφερόμενο στις πηγές κάστρο του Σωτήρα (Saint Sauver). Ως πρώτος κύριός του μνημονεύεται το 1297 ο Nicolas Le Maure, ενώ το 1387 βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Erardus dAunoy, της οικογένειας των Le Maure, στην κατοχή του οποίου είχαν περιέλθει επίσης τα κάστρα της Αρκαδίας/Κυπαρισσίας και του Αετού. Το κάστρο έχει σε κάτοψη ορθογώνιο σχήμα. Δύο ορθογώνιοι πύργοι  διατάσσονται εκατέρωθεν της πύλης στο ανατολικό πέρας της νότιας πλευράς, ενώ ένας παρόμοιος πύργος προεξείχε στη νοτιοδυτική γωνία του κάστρου. Στα βορειοανατολικά υψωνόταν ένας ακόμη πύργος, εντυπωσιακών διαστάσεων (8,50x12,50μ.), που ενδεχομένως επείχε θέση donjon. Ο εσωτερικός χώρος του οχυρού συγκροτήματος περιλαμβάνει ένα πρώτο επιμήκη αύλειο χώρο κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του (barbican ;) και την κυρίως εσωτερική αυλή. Στα βόρεια της τελευταίας υψώνεται ακόμα το εντυπωσιακό διώροφο κτήριο-κατοικία, ενώ πτέρυγες φαίνεται ότι διαμορφώνονταν και κατά μήκος της νότιας και της ανατολικής πλευράς της.
Τα δύο μεσσηνιακά παραδείγματα μοιράζονται πολλά κοινά μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία και μπορούν να χρονολογηθούν βάσει ιστορικών και μορφολογικών κριτηρίων στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα.





ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΕΝΕΤΙΚΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ. ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΗΣ (1388-1500)

Το Ναύπλιο ως οικιστική ενότητα υπήρχε ήδη από την αρχαία εποχή και εδραζόταν στον οχυρωμένο λόφο της Ακροναυπλίας.
Το 1388 η Βενετία κατάφερε να ενσωματώσει στο δικό της λεγόμενο «κράτος της θάλασσας» το μέχρι τότε φραγκοκρατούμενο Ναύπλιο και την ευρύτερη Αργολίδα. Μάλιστα, με το πέρασμα των χρόνων, μετέτρεψε το Ναύπλιο στη σημαντικότερη κτήση της στην ηπειρωτική Ελλάδα το 15ο αιώνα. 
Στα τέλη του 14ου αιώνα η Γαληνότατη πραγματοποίησε επισκευές στις οχυρώσεις του κάστρου, δηλαδή στην Ακροναυπλία. Αργότερα, στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, έδωσε την άδεια για την εγκατάσταση των κατοίκων κι έξω από το κάστρο, στη βόρεια πλευρά του λόφου, και χαμηλότερα, μέχρι την παραλία. Έτσι άρχισε να δημιουργείται η νέα βενετική πόλη του Ναυπλίου. Κομβικό, βέβαια, σημείο σε όλο αυτό το εγχείρημα ήταν η σχεδίαση, η χωροθέτηση, και η συνακόλουθη οικοδόμηση ενός ισχυρού τείχους.
Αυτό περιέβαλλε όλη την νέα πόλη και μετά την ολοκλήρωσή του είχε συνολική έκταση περίπου 1.300 μέτρα. Εκκινούσε ανατολικά από το βόρειο πύργο του Κάστρου Τόρον στην Ακροναυπλία. Ακολουθούσε την κατωφέρεια του λόφου με κατεύθυνση βόρεια, και κατέληγε στην παραλία. Από εκεί ξεδιπλωνόταν το τείχος της παραλίας, μέχρι που έφτανε στο απώτερο δυτικό όριο της κάτω πόλης. Τέλος, από εκεί ανηφόριζε και πάλι βόρεια, έως ότου κατέληγε στις δυτικές υπώρειες του κάστρου της Ακροναυπλίας. Σε όλο το μήκος των τειχών της κάτω πόλης ήταν ανοιγμένες θύρες και πύλες που επέτρεπαν την επικοινωνία με το ύπαιθρο και τη θάλασσα.
Με την παρούσα ανακοίνωση επιδιώκεται να γίνει καταρχήν η ιστορική παρουσίαση όλων γενικά των οικοδομικών εργασιών που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν οι Βενετοί στο Ναύπλιο από τα τέλη του 14ου αιώνα μέχρι και το 1500.
Ακολούθως η ανακοίνωση θα επικεντρωθεί στην αναλυτικότερη παρουσίαση ειδικά των τειχών της κάτω πόλης του Ναυπλίου. Αυτά τα τείχη έχουν διασωθεί μόνο σε λίγα σημεία, μετά την κατεδάφισή τους στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αυτό και μόνο το γεγονός είναι που καθιστά ακόμα πιο κρίσιμη την κατ΄ αρχήν ιστορική - αλλά ίσως και την αρχαιολογική - ανάδειξή τους, όσο τούτο είναι δυνατόν. Ευτυχώς οι αρχειακές μαρτυρίες κυρίως από τα βενετικά αρχεία, και η απεικόνιση των τειχών της κάτω πόλης σε γκραβούρες ως τα τέλη του 19ου αιώνα είναι αποκαλυπτικές.
Η Βενετία επένδυσε τεράστια ποσά και φαίνεται ότι το έργο της οικοδόμησης των τειχών της κάτω πόλης ήταν από κάθε άποψη επιτυχημένο. Έτσι, απώτερος στόχος της παρουσίασης αυτής είναι να αναδειχτεί ο σημαντικός ρόλος των τειχών της αναγεννησιακής κάτω πόλης του Ναυπλίου πολλαπλά (αρχιτεκτονικά, ιστορικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, κτλ).


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΙΒΕ/ΕΙΕ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΣΤΡΑ 

Το βυζαντινό κράτος οργάνωσε το δικό του δίκτυο οχυρώσεων, βασισμένο στα παλαιότερα ελληνιστικά και ρωμαϊκά πρότυπα. Μεγάλες ελληνιστικές και ρωμαϊκές πόλεις συνέχισαν να διαδραματίζουν ρόλο στη ζωή της νεοσύστατης αυτοκρατορίας. Παράλληλα, νέες πόλεις-κάστρα σε οχυρές θέσεις, μικρά φρούρια και πύργοι δημιουργήθηκαν για να εποπτεύουν περάσματα, πεδιάδες, λιμάνια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, δημιουργώντας οχυρωματικό δίκτυο άμυνας και προστασίας οικισμών, πληθυσμού και αγαθών. Στην προσπάθεια σκιαγράφησης του ιστορικού πλαισίου της μετάβασης από την ύστερη αρχαιότητα στα μεσοβυζαντινά χρόνια, και του τρόπου που αυτή αποτυπώνεται στις οχυρώσεις της Πελοποννήσου, θα εκτεθούν συνοπτικά τα υπάρχοντα τεκμήρια, ιστορικά και αρχαιολογικά, και θα δοθούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των οχυρώσεων. Θα εξεταστούν, μάλιστα, οι τομές, διαφοροποιήσεις, και συνέχειες στην έκταση, και κατασκευή των οχυρώσεων.
Κύρια αίτια για την εγκατάλειψη των αρχαίων τειχισμένων πόλεων και την εγκατάσταση στις ακροπόλεις και τα κάστρα ή τα νησιά-καταφύγια, ήταν οι βαρβαρικές και αβαροσλαβικές επιδρομές. Τα τεκμήρια αρχαίων ή υστερορωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών οχυρώσεων σημαντικών πόλεων, που αποτελούσαν διοικητικά, τοπικά, οικονομικά και διακομιστικά κέντρα, άλλα ενεργά και άλλα υπό έκπτωση ή/και εγκατάλειψη, άλλα υπό συγκυριακή ενίσχυση ή/και συνεχή οχυρωματική μέριμνα, χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αιώνα. Αντίθετα, κατά τον 7ο και 8ο αιώνα παρατηρούνται τομές και ασυνέχειες, συνέπεια της εγκατάλειψης, συρρίκνωσης, και μετατόπισης πόλεων και καταφυγής πληθυσμών στις ακροπόλεις, καθώς και δημιουργία καταφυγίων με νέες αμυντικές οχυρώσεις.
Για την επόμενη χρονική φάση (9ος-12ος αι.), ιδιαίτερα σημαντική για τη νέα οχυρωματική δραστηριότητα είναι η δημιουργία του θέματος Πελοποννήσου, κυρίως όμως η διοικητική αναδιοργάνωση επί Νικηφόρου Α΄, στις αρχές του 9ου αιώνα. Με την καθυπόταξη των εξεγερμένων Σλάβων, και ενώπιον της αυξανόμενης αραβικής επιθετικότητας, η οχύρωση της Πελοποννήσου αποτέλεσε προϋπόθεση για τη δράση του βυζαντινού ναυτικού στην Κρήτη, τη Δαλματία και τη Νότια Ιταλία. Οι, με όποιο τρόπο, οχυρωμένες πόλεις (που εκτός από τη διοίκηση και μέρος του πληθυσμού φιλοξενούσαν συχνά στρατό, υπαλλήλους και εμπόρους) καλούνται κάστρα, την οχυρωματική ιστορία τους, όμως, τελικά μόνον η αρχαιολογία μπορεί να αποκαλύψει. Ο 12ος αιώνας προσφέρει πολλές μαρτυρίες κυρίως για την καταστροφή των βυζαντινών οχυρώσεων από τους Νορμανδούς, Βενετούς και Σταυροφόρους. Στη μελέτη και αξιολόγηση των πληροφοριών αυτών μπορούν να βοηθήσουν ακόμη και μεταγενέστερα κείμενα, όπως το Χρονικό του Μορέως.
Παρά τα προβλήματα χρονολόγησης πολλών οχυρωματικών έργων, παρά την έλλειψη βυζαντινών καταλοίπων, αλλά και την αποσπασματική συνεισφορά της αρχαιολογικής έρευνας, μια πρώτη προσπάθεια ένταξης του υπάρχοντος υλικού, έστω κατά προσέγγιση, στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μπορεί να συμβάλει στην ερμηνεία των ιδιομορφιών του, στη συνάρτηση και εξάρτησή του από το οχυρωματικό δίκτυο και στην αξιολόγηση της λειτουργίας του. Όσο και αν η παραπάνω θέση θεωρείται αυτονόητη, έχει ιδιαίτερη σημασία η υπογράμμιση και επαναδιατύπωσή της για την Πελοπόννησο, και όχι μόνον. Καθώς πολλά οχυρωματικά έργα είχαν διαχρονική χρήση και καθώς οι νεότερες φάσεις κάλυψαν ή/και αλλοίωσαν οριστικά τις προηγούμενες βυζαντινές, μόνον η μελέτη των έργων αυτών στο ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο γνωρίζομε με ασφάλεια από τις πηγές ότι χρησιμοποιήθηκαν, εν προκειμένω κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, μπορεί να καταδείξει τον ρόλο τους ακόμη και αν απουσιάζουν, προς το παρόν, εμφανή βυζαντινά κατάλοιπα.



ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΑΝΟΥΣΟΥ-ΝΤΕΛΛΑ

ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ

Η μετάβαση των οχυρώσεων στην εποχή του πυροβολικού σηματοδοτείται από την εξέλιξη της μηχανικής επιστήμης και την εφαρμογή της στην πολεμική τεχνική από τις αρχές του 15ου αι. Αποτέλεσμα ήταν ο σταδιακός μετασχηματισμός των παλαιών οχυρών των πόλεων με τη συμμετοχή στον σχεδιασμό τους μηχανικών που αντικατέστησαν τους συνεχιστές της βυζαντινής  κατασκευαστικής  παράδοσης, «πρωτομάστορες» των τειχών.
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι τα νέα οχυρά κατασκευάζονται πλέον βάσει σχεδίων, που παραδίδονται από τους υπεύθυνους των έργων -ηγεμόνες ή μηχανικούς- στους κατασκευαστές. Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδονται οι πρότυπες χαράξεις μετά την εφαρμογή τους σε πρωτοποριακά σχεδιασμένες οχυρώσεις της  Ευρώπης, συνήθως της Ιταλίας ή της Γαλλίας.
Με την εξέλιξη των οχυρωματικών κατασκευών των πόλεων, σε εφαρμογή του «Fronte bastionato» μετά το τέλος του 15ου αι., καλύφθηκαν σε μεγάλο ποσοστό οι πρώιμες αβέβαιες χαράξεις αφού ενσωματώθηκαν στα ογκώδη επιχωματωμένα οχυρά που περιέβαλαν πλέον τις οχυρωμένες πόλεις.
Ειδικότερα σε ότι αφορά τα Βαλκάνια, ο 14ος-15ος αι. χαρακτηρίζεται ως «εποχή της ανασφάλειας» κατά την οποία παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην οχύρωση των πόλεων με κύρια χαρακτηριστικά:
α. την περιτείχιση αρχικά ατείχιστων προαστίων και
β. τον μετασχηματισμό και επέκταση  των παλαιών οχυρών για την ενίσχυση και προσαρμογή τους στις αυξημένες αμυντικές ανάγκες.
Απομεινάρια σύνθετων οχυρωματικών συγκροτημάτων σε στρατηγικού ενδιαφέροντος  θέσεις  διατηρούνται ακέραια ή ενσωματωμένα στον πολεοδομικό ιστό των σύγχρονων πόλεων και αποτελούν πολύτιμο αντικείμενο αναλυτικής και συγκριτικής μελέτης της οχυρωτικής επιστήμης και τεχνικής αυτής της περιόδου.
Στην Ελλάδα, τα σημαντικότερα παραδείγματα τειχισμένων πόλεων με χαρακτηριστικά της μεταβατικής αυτής περιόδου συναντώνται κυρίως:
α. σε κόμβους εμπορικής δραστηριότητας ή σε λιμάνια πάνω στους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου και
β. σε πόλεις-κλειδιά για την  κυριαρχία ευρύτερων περιοχών και ειδικά των μεγάλων νησιών, Εύβοιας, Κρήτης, Κύπρου, Ρόδου, Κω, Χίου, Κέρκυρας κλπ.
Μεταξύ αυτών των παραδειγμάτων, χαρακτηριστική οχύρωση αναφοράς για την μελέτη της περιόδου της μετάβασης των οχυρώσεων στην εποχή της πυρίτιδας αποτελεί η οχύρωση της πόλης της Ρόδου, ως πρωτεύουσας του Τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών. Τα στοιχεία που την καθιστούν μοναδική είναι:
α. η συνεχής απειλή που δέχτηκε επί 100 περίπου χρόνια από τους Οθωμανούς Τούρκους, ως «προπύργιο του Χριστιανισμού απέναντι σε μια στεριά εχθρική». Επακόλουθο ήταν ο διαρκής μετασχηματισμός και ενίσχυση των οχυρώσεων με διαδικασίες που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό τους ως «εργαστήρι οχυρωματικής», στα πλαίσια του οποίου εφευρέθηκαν νέα  πρωτότυπα οχυρωματικά στοιχεία και
β. η κατάληψη της από τους Οθωμανούς το 1522, πριν την γενικευμένη εφαρμογή του «Fronte bastionato» και την κάλυψη των πειραματικών χαράξεων της μεταβατικής περιόδου. Η ενσωμάτωση της έκτοτε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου κυριαρχούσε η «Pax Ottomana», είχε ως αποτέλεσμα να «παγώσει» η οχύρωση στην χρονική στιγμή της άλωσης της πόλης  και να παραμείνει έτσι μέχρι σήμερα, αποτελώντας «οχύρωση –σταθμό» για την παγκόσμια ιστορία της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής.
Η συστηματική μελέτη της οχύρωσης της Ρόδου  παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση ανάλογης μορφής πρώιμων οχυρωμάτων ,που προϋπήρξαν και στις υπόλοιπες οχυρώσεις πόλεων και είτε καλύφθηκαν από μεταγενέστερες προσθήκες και ενισχύσεις ,είτε καταστράφηκαν στην πορεία της εξέλιξης του σύγχρονου πολεοδομικού ιστού και των λειτουργιών της πόλης.


 

ΕΛΕΝΗ Γ. ΜΑΝΩΛΕΣΣΟΥ - ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΚΟΒΑΣ

 Το κάστρο της Άκοβας, στα βορειοδυτικά της σημερινής περιφερειακής ενότητας Αρκαδίας, είναι ένα από τα σημαντικότερα κάστρα της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Οι πληροφορίες όμως γι’ αυτό είναι ανεπαρκείς, καθώς στις ιστορικές πηγές αναφέρονται ελάχιστα και αλληλλοεπικαλυπτόμενα στοιχεία, ενώ η ύπαρξή του αποσιωπάται εντελώς από την Β΄ Ενετοκρατία τουλάχιστον και εξής, γεγονός που υποδεικνύει την σταδιακή ερήμωση και εγκατάλειψή του. Σήμερα, η πυκνή βλάστηση καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τα εκτεταμένα ερείπια στο εσωτερικό του κάστρου και καθιστά δυσχερή την έστω και προκαταρκτική διερεύνησή τους.
Στην παρούσα ανακοίνωση επιχειρείται τόσο μία επισκόπηση των διαθέσιμων ιστορικών πηγών για το κάστρο, όσο και μία όσο το δυνατόν ακριβής και πληρέστερη νέα σχεδίαση της κάτοψής του, του οχυρωματικού περιβόλου, των σημαντικότερων κτηρίων και των ορατών καταλοίπων που αυτό περιλαμβάνει, με βάση και τα νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά από τους επιφανειακούς καθαρισμούς που πραγματοποιήθηκαν από την 25η Ε.Β.Α. σε επιλεγμένα σημεία του κάστρου, όπως η πύλη εισόδου, ο πύργος- κατοικία στο πρώτο πλάτωμα κ.τ.λ. Παράλληλα, εξετάζονται στοιχεία της τοπογραφίας και του οχυρωματικού χαρακτήρα του κάστρου, διατυπώνονται παρατηρήσεις ως προς την αρχιτεκτονική των κτισμάτων, ερμηνεύονται κτηριακά κατάλοιπα και γίνεται προσπάθεια αναπαράστασής τους, και επιχειρούνται συσχετισμοί και αναλογίες με σύγχρονά του κάστρα.


 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΝΟΣ

Η ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ "ΦΡΑΓΚΙΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ" ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΥ


Αντικείμενο της ανακοίνωσης αποτελεί ο μεγάλος νοτιοδυτικός πύργος στο κάστρο του Ακροκορίνθου, γνωστός ως «φράγκικος πύργος». Αφορμή για τη διερεύνηση της οικοδομικής του ιστορίας υπήρξε η εκπόνηση μελέτης αποκατάστασης από τη 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκε λεπτομερής σχεδιαστική τεκμηρίωση της υφιστάμενης κατάστασης του μνημείου.
Ο πύργος βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 530 μ. και αποτελεί τμήμα της οχύρωσης της νοτιοδυτικής κορυφής του Ακροκορίνθου. Καταλαμβάνει τη βορειοανατολική γωνία του περιβόλου, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Έχει σε κάτοψη ορθογώνιο σχήμα με εξωτερικές διαστάσεις 11,30 x 8,60 μ. Το ύψος του προσεγγίζει τα 9,60 μ. και εδράζεται σε βαθμιδωτή κρηπίδα. Η απόληξή του διαμορφωνόταν με επάλξεις, όπως καταδεικνύει μία ιδιαίτερα αξιόπιστη χαλκογραφία του 1845, φιλοτεχνημένη από τον Theodose Du Moncel.
Τα μοναδικά ανοίγματα του πύργου είναι ένα μικρό ορθογώνιο παράθυρο στην ανατολική όψη και η θύρα εισόδου που βρίσκεται στη νότια πλευρά σε ύψος περίπου 2,50 μ. από τη στάθμη του φυσικού εδάφους. Η πρόσβαση γίνεται από λιθόκτιστη κλίμακα που εφάπτεται στο νότιο τοίχο του πύργου και οδηγεί στον περίβολο του ανατολικού τμήματος των τειχών. Η θύρα εισόδου του πύργου είναι τοξωτή με λίθινο πλαίσιο, το τόξο του οποίου διαμορφώνεται σε υποχώρηση 6 εκ. από το μέτωπο της τοιχοποιίας.
Ο εσωτερικός χώρος του πύργου έχει επίμηκες σχήμα κάτοψης με γενικές διαστάσεις 7,00 x 4,00 μ. και οργανώνεται καθ’ ύψος σε δύο στάθμες. Τον χώρο της πρώτης στάθμης καταλαμβάνει θολοσκεπής δεξαμενή νερού. Στη δεύτερη στάθμη, ένα εγκάρσια διατεταγμένο τόξο που βαίνει σε παραστάδες διαιρεί τον εσωτερικό χώρο σε δύο διαμερίσματα, ανατολικό και δυτικό, που καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες. Λιθόκτιστη κλίμακα σε επαφή με τη νότια και την ανατολική πλευρά του ανατολικού διαμερίσματος εξασφαλίζει την πρόσβαση στο δώμα του πύργου.
Μία πρώτη περιγραφή του μνημείου, συνοδευόμενη από σχεδιαστική τεκμηρίωση περιλαμβάνεται στη μελέτη του A. Bon «The Medieval Fortification of Acrocorinth and Vicinity». Στην ίδια δημοσίευση η ανέγερση του πύργου, χωρίς να γίνεται διάκριση των οικοδομικών του φάσεων, αποδίδεται στη δράση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, άποψη που υιοθετήθηκε από όλους τους μεταγενέστερους ερευνητές.
Η πρόσφατη μελέτη του μνημείου κατέδειξε την ύπαρξη πολλών οικοδομικών φάσεων, εκ των οποίων η κυριότερη στην οποία προσγράφονται οι εξωτερικές τοιχοποιίες του πύργου και η κρηπίδα, θα μπορούσε να χρονολογηθεί στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Προγενέστερα στοιχεία, πιθανότατα της περιόδου της Φραγκοκρατίας, διακρίνονται μόνο στο εσωτερικό του πύργου. Στην ανακοίνωση θα παρουσιαστεί αναλυτικά η τεκμηρίωση των οικοδομικών φάσεων του μνημείου.

 

ANDREA NANETTI

MILITARY ARCHITECTURE IN CONTEXT: VENICE AND THE DEFENSE OF THE PELOPONNESE (1400-1424)
 
Between 1400 and 1424 Venice conducted a defense of the entire Peloponnese, testing the possibility of allying and coordinating all the lords of Morea in order to stop the Ottoman Turks entering the country. Evidence from Venetian archival documents is analyzed according to the coeval perspective of the Morosini codex (i.e. the World as seen from Venice, 1205-1433). The Morosini codex is one of the most important historiographical texts in late medieval European and Mediterranean history. It deals with first-hand political and economical information taken mainly from merchants’ (news) letters and the official deliberations of the Venetian councils. Geographically the chronicle provides information on all the empires and cities having marketplaces in the known world. The passages concerning the advance of the Ottomans in the Aegean Sea and in the Peloponnese have an eminent place, as do diplomatic relations among the Ottoman Empire, Venice and the other European countries after the battle of Ankara (1402).
During the first quarter of the fifteenth century, for various but concurrent and evident reasons, Venice faces disillusionment, its stance changing from that of determined leader of a pan-Peloponnesian defensive plan (thought based on local fundraising) to the consequent pragmatic decision to strengthen the defenses of her own Messenian possessions only.
Thus, hereafter, Venice will make a considerable financial contribution (mostly local or coming from Crete) to the provision of new fortification technologies and strategies for the defenses of her Messenian “oculi capitales”: the city-port of Coron with its four castles (i.e. Grissum/Akritochori, Castrumleonis, Castrum Francum and Lauraminum) and the city-port of Modon with its three castles (Zonchii/Port-de-Jonc/Navarino, Temoline/Molendines, S. Elie/ Sant’Elia) as listed in a document of the Venetian Senate dated 1439.


 

 ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 Η ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΟΛΟΚΥΘΙΑΣ ΚΥΘΗΡΩΝ

Στην κορυφή βραχώδους υψώματος, στη ΒΑ ακτή των Κυθήρων, πάνω από τον όρμο της Αγίας Πατρικίας και βόρεια του λιμανιού της Αγίας Πελαγίας, εντοπίζονται λείψανα παράκτιας οχύρωσης, με τονισμένο τον άξονα από τα’ ανατολικά προς τα δυτικά, στην περίμετρο του αφιερωμένου στον Άγιο Γεώργιο, ναού, στη θέση Κολοκυθιά. Η οχύρωση ανήκει στην κατηγορία των φρουρίων, τα οποία κατασκεύαζαν οι Βυζαντινοί σε καίρια σημεία προκειμένου να εγκαταστήσουν στρατιωτικά σώματα για την εποπτεία του διάπλου του Μαλέα ( ή για τον έλεγχο και την προστασία του θαλάσσιου δρόμου του Μαλέα). Η ανέγερσή του δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Από τα ακίνητα και τα κινητά ευρήματα στο χώρο μπορούμε να χρονολογήσουμε τη λειτουργία του χώρου ως οχυρού από τον 8ο έως τον 12ο αιώνα.. Η πληροφορία της κατοίκησης στον Άγιο Γεώργιο της Κολοκυθιάς κατά τον 11ο αιώνα, η οποία παραδίδεται σε ανώνυμο ενετικό χρονικό του 16ου αιώνα, αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο για την χρήση του χώρου την ίδια εποχή.
Η θέση και η πρώιμη εγκατάλειψή της συνέτειναν στη διατήρηση της μορφής του φρουρίου, το οποίο συνιστά τυπικό παράδειγμα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, πριν από την εξάπλωση της πυρίτιδας.       
Θα εξεταστούν η θέση της οχυρωματικής εγκατάστασης καθώς και τα αρχιτεκτονικά της κατάλοιπα. Το οχυρωματικό περίγραμμα ακολουθεί τη διαμόρφωση του εδάφους, έχει δηλαδή ακανόνιστο, ελλειπτικό σχήμα, με πολυγωνικό το καλύτερα σωζόμενο νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπολης. Η ανατολική πλευρά -τόσο στις γωνίες όσο και στο μέσον-, ενισχύθηκε με πεταλόσχημους πύργους, οι οποίοι διατηρούν, σε κάτοψη το σχήμα τους. Ίχνη θυρώματος εντοπίζονται στο νότιο πέρας της ανατολικής πλευράς.  
Στην ανακοίνωση θα παρουσιαστεί, επίσης, η ακρόπολη με τα σωζόμενα κατάλοιπα θρησκευτικών και κοσμικών κτισμάτων όπου σώζονται: ο μονόχωρος, αλλοιωμένος στη σημερινή του μορφή, ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος διατηρεί ένα κεντρικό πυρήνα τρίκλιτου ναού, λείψανα μονόχωρου ναού στα ΝΔ του Αγίου Γεωργίου, κατάλοιπα κτίσματος ορθογώνιας κάτοψης (Παρατηρητήριο), με πρόσβαση από τα δυτικά και δύο δεξαμενές νερού. 

 

 

ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΕΤΡΟΝΩΤΗΣ  -  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΡΕΝΤΖΟΣ     

ΜΑΙΝΑΛΙΟΥ ΠΕΔΙΟΥ (ΚΑΙ ΜΑΙΝΑΛΟΥ) (ΟΙ) ΗΣΣΟΝΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Το Μαινάλιον πεδίον (Παυσανίας VIII 96,7) είναι η λεκάνη απορροής του άνω ρου του Ελισσόντος («ποταμιού της Νταβιάς») ΒΔ της Τρίπολης. Διαχρονικά συνιστά ένα οικιστικό σύνολο και οδικό πλέγμα. Οικισμοί και οδοί έχουν ανάγκη προαστασίας (και) δια οχυρώσεων. Τέτοιες συναντώνται και εδώ, έστω ήσσονος σημασίας, και κατά τον Μεσαίωνα.
Το Μαινάλιον πεδίον είναι μια ευρεία κοιλαδική πτύχωση μεταξύ του δυτικού Μαινάλου όρους και των νότιων απολήξεων των Γορτυνιακών ορέων στην κεντρική Αρκαδία. Εκεί απλώνεται η μακρόστενη (ως έγγιστα από βορρά προς νότο) λεκάνη του άνω ρου του ποταμού Ελισσόντος, σήμερα «Ποτάμι της Νταβιάς)», που κυλάει προς τη Μεγαλόπολη και χύνεται στον Αλφειό. Ο χώρος αυτός δημιουργεί κατά την διαχρονία μια οικιστική ενότητα. Στην αρχαιότητα αναφέρονται οι εξής πόλεις (από βορρά προς νότο): Ελισσών, Δίπαια, Μαίναλος, Λυκόα, Σουμάτια. Σήμερα υπάρχουν τα χωριά Αλωνίσταινα, Πιάνα, Ροεινό, Χρυσοβίτσι, Λυκόχια, Μανταίικα, Πάνω και Κάτω Νταβιά, Τσελεπάκου, Μαίναλον (πριν Ζαράκοβα) και Συλίμνα, απαρτίζοντα κατά τον 19ον αιώνα από την παλιγγενεσία τον Δήμο Φαλάνδου. Γνωρίζουμε και μια σειρά ερημωμένων οικισμών. Το Μαινάλιον πεδίον δεν υπήρξε μόνο χώρος οικιστικού πλέγματος αλλά και σημαντικού διαχρονικού οδικού δικτύου. Εδώ, κοντά στη Συλίμνα υπήρχαν στην αρχαιότητα αι Τρίοδοι, όπου και ο τάφος του Αρκάδος, άρα αρκαδικό κέντρο.
Σημειώνεται ότι το Μαινάλιον πεδίον με τους οικισμούς του δεν απαρτίζει έναν κλειστό και εσωστρεφή χώρο. Το φαινόμενο αυτό είναι διαχρονικό.
Συμπληρώνοντας το κεφάλαιο για τη φράγκικη οχυρωματική αρχιτεκτονική στο Μωριά ο Antoine Bon αναφέρεται σε δύο οχυρές εγκαταστάσεις κοντά στην πάντοτε σημαντική οδό που διασχίζει το Μαινάλιον Πεδίον, (σήμερα από την Τρίπολη στην Βυτίνα). Κάνει λόγο για δύο οχυρωμένους λόγους: α) έναν λίγο πιο μακρυά στα βορειοανατολικά του χωριού Συλίμνα [που πρόκειται για το «Παλιόκαστρο της Συλίμνας»] και β) για το γνωστό «Παλιόκαστρο της Νταβιάς» έναντι του χωριού Πάνω Νταβιά, και ύπερθεν της δεξιάς όχθης του ποταμού Ελισσόντος. Το δεύτερο αυτό «Παλιόκαστρο» είναι το συχνότερα κατονομαζόμενο γιατί πρόκειται κατά βάση για μια αρχαία ακρόπολη.
Όμως υπάρχει μια μεγάλη σειρά οχυρώσεων, μεταξύ των οποίων οι πλείστες είναι έστω ήσσονος εκτάσεως, αλλά άγνωστης ιστορίας.
1. Στη Συλίμνα εκτός από το παραπάνω «Παλιόκαστρο» υπάρχουν άλλες δύο οχυρές εγκαταστάσεις: α) ο «Πύργος» ή «Αγία Τριάδα» και β) το «Καστρί» (ή «Καστράκι»).
2.   Στην «Παλιοσύλιμνα» αρχαία ακρόπολη  ίσως χρησιμοποιημένη και στον μεσαίωνα.
3.   Δυτικά από τα ταμπούρια Τρικόρφων άλλη οχύρωση ανεξάρτητη και ανεξερεύνητη.
4.   Δώθε από τη Ζαράκοβα (σημ. Μαίναλον) οι «Εκκλησούλες».
5.   Στον κάμπο Νταβιάς, ένας βραχάκος, «η Ντραγασούλα».
6. Στον Τσελεπάκου, στον λόφο Αγιάννη «Παλιόπυργος» (ή «Παλιόκαστρο») και νότια του χωριού το «Παλιοχώρι».
7. Πάνω από την Πάνω Νταβιά είναι η «Παλιονταβιά» (η μεσαιωνική Ταβία) και στην από πάνω της κορυφή κατάλοιπα μικρού οχυρού.
8. Πάνω από την Αλωνίσταινα ανώνυμη αρχαία ακρόπολη με ύπαιθρη (άστεγη) εκκλησία της Αγίας Τριάδας.
δευτερευόντως:
9.      Στον βόρειο «Μύτικα» του όρους Μαινάλου, πάνω από την Καμενίτσα, το «Αγγελόκαστρο» και
10.  Χαμηλότερα προς το Καρβούνι, άλλη οχυρή εγκατάσταση.
11.  Το «Αργυρόκαστρο» στα Μαγούλιανα.
12.  Το κάστρο του Μπεζενίκου (Βλαχέρνας) (η μεσαιωνική Πεζενίκη) και
13.  Το «Παλιόκαστρο» του Καρδαρά»
Αρκετές από τις οχυρώσεις αυτές έχουν κατ’ αρχήν ερευνηθεί. Αλλά απαιτείται παραπέρα εργασία και γι’ αυτές και τις υπόλοιπες στο πνεύμα του συνεδρίου. 
 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΙΝΑΤΣΗ - ΚΛΗΜΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ

ΤΟ ΜΠΟΥΡΤΖΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

Με την ευκαιρία της πρόσφατης αναλυτικής αποτύπωσης του φρουρίου Μπούρτζι στο Ναύπλιο, μελετήθηκε εκ νέου το μνημείο, αποσαφηνίστηκαν ζητήματα που αφορούν στην οικοδομική του ιστορία αλλά και  διατυπώθηκαν ερωτήματα που παραμένουν ανοικτά στην έρευνα. Η αποτύπωση έγινε σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο Στ. και Ν. Μαμαλούκου, με σκοπό τη συντήρηση και αποκατάσταση του μνημείου από την 25η ΕΒΑ και την Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης.  
Η αρχιτεκτονική του φρουρίου έχει μελετηθεί κυρίως από τους G. Gerola (Le fortificazioni di Napoli di Romania, ΑSAA XIII-XIV 1930-31, 347-72), και W. Schaefer (Baugeschichte der Stadt Nauplia im Mittelalter, Danzig 1936). Και οι δύο μελέτες είναι πολύτιμες, καθώς η πρώτη περιλαμβάνει περιγραφή του μνημείου, συνοδευόμενη από φωτογραφίες, πριν από οποιαδήποτε επέμβαση καθώς και το ιστορικό της ανέγερσής του, με αναφορά στις πηγές, και η δεύτερη περιγραφή των επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1936-37, με σκοπό το φρούριο να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο.
Με βάση τις παραπάνω μελέτες, την παρατήρηση παλαιών φωτογραφιών, απεικονίσεων και σχεδίων, τις πηγές και τις επιτόπου παρατηρήσεις, η μελέτη της οικοδομικής ιστορίας του φρουρίου παρουσιάζει λίγα μόνο προβλήματα.
 Στην αρχική οικοδομική φάση, που χρονολογείται το 1471 και οφείλεται στον αρχιτέκτονα Antonio Gambello, ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του φρουρίου.  Η κάτοψη είναι επιμήκης, με άξονα προσανατολισμένο κατά την κατεύθυνση ανατολής – δύσης. Στα άκρα σχηματίζονται προμαχώνες με καμπύλες απολήξεις. Στις μακρές πλευρές διαμορφώνονται πύργοι, μέσω των οποίων γίνεται η είσοδος στο φρούριο, που προστατεύονται από barbacane, ημικυκλικό στα βόρεια και τετράγωνο στα νότια. Εκατέρωθεν του νότιου barbacane διαμορφώνονται πυροβολεία, πολυγωνικής κάτοψης. Ο ογκώδης κεντρικός πύργος έχει κάτοψη εξαπλεύρου και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του φρουρίου.
Οι ακανονιστίες της κατόψεως και οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ του κεντρικού πύργου και των υπολοίπων κτηρίων πιθανώς σχετίζονται με τις γνωστές από τις πηγές κριτικές για την οχυρωματική αποτελεσματικότητα του φρουρίου, που οδήγησαν στη μετάκληση του μηχανικού Brancaleone και μετέπειτα στην επιστροφή του Gambello από τη Βενετία. Πάντως, τόσο από τις  πηγές όσο και από τα παλαιά σχέδια προκύπτει ότι το φρούριο είχε πάρει την τελική μορφή του πριν από τη Β΄ Ενετοκρατία. 
Κατά τη διάρκεια των τριών αιώνων που μεσολάβησαν μέχρι την Επανάσταση, υπέστη μετατροπές που περιλαμβάνουν την υπερύψωση των επάλξεων στο βόρειο barbacane και το βόρειο τείχος, τη μετατροπή του στηθαίου στη νότια πλευρά, ώστε να προστατευθεί η είσοδος του λιμανιού με κανόνια, την κατασκευή του στηθαίου με πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής στον ανατολικό προμαχώνα και την ανέγερση ευτελών κτισμάτων στο εσωτερικό. Η κλίμακα που οδηγεί στην είσοδο του κεντρικού πύργου, που αρχικά ήταν προσπελάσιμη από κινητή γέφυρα, οφείλεται επίσης σε μεταγενέστερη επέμβαση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 καθαιρέθηκαν τα ευτελή μεταγενέστερα κτίσματα στο εσωτερικό και οι υπερυψωμένες επάλξεις στη βόρεια πλευρά.
Κατά τη μετατροπή του φρουρίου σε ξενοδοχείο αποκαταστάθηκε η νότια πλευρά, που είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές κατά την Επανάσταση. Έκτοτε το μνημείο υπέστη αρκετές τροποποιήσεις, όπως η στέγαση των νότιων πυροβολείων και η μετατροπή των κανονιοθυρίδων τους σε παράθυρα, η διάνοιξη εξωστωθυρών στους προμαχώνες, ώστε να στεγαστούν εκεί τα υπνοδωμάτια, και η ανέγερση στη βόρεια πλευρά προσκτισμάτων για τη στέγαση των βοηθητικών λειτουργιών.




ΝΕΙΛΟΣ ΠΙΤΣΙΝΟΣ - ΝΙΟΒΗ ΜΠΟΥΖΑ
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥΣΑΣ

Το κάστρο της Ανδρούσας καταλαμβάνει το βορειοανατολικό άκρο χαμηλού επίπεδου πλατώματος στις δυτικές παρυφές του κάμπου της Μεσσηνίας. Η θέση του, παρότι δεν είναι φυσικά οχυρή, προσφερόταν για τον έλεγχο και την εποπτεία της εύφορης πεδιάδας. Σύμφωνα με την «αραγωνική» εκδοχή του Xρονικού του Μωρέως, κτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, ηγεμόνα της Αχαΐας. Στη γαλλική εκδοχή του Χρονικού και στις Ασσίζες της Ρωμανίας αναφέρεται ως έδρα του καπιτάνου της Καστελανίας της Καλαμάτας, με το κάστρο της οποίας έχει άμεση οπτική επαφή. Η μικρή απόσταση που χωρίζει την Ανδρούσα από τα σύνορα των βενετικών κτήσεων στη νότια Μεσσηνία, όπως και η σταδιακή ενδυνάμωση των Βυζαντινών με αφετηρία τη γειτονική Λακωνία, ενίσχυσε τη στρατηγική της σημασία. Το κάστρο γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, στα τέλη του οποίου υπήρξε η μεσσηνιακή έδρα της μισθοφορικής Εταιρείας των Ναβαρραίων. Στις αρχές του 15ου αιώνα περνάει στους Δεσπότες του Μυστρά, και στη συνέχεια, στους Οθωμανούς. Το έτος 1463 βρίσκεται στα χέρια των Ενετών και στα 1467 έχει περιέλθει και πάλι στους Οθωμανούς.
Το κάστρο σώζεται σήμερα σε μέτρια κατάσταση έχοντας χάσει το μεγαλύτερο τμήμα των οχυρώσεών του. Τα τμήματα όμως που διατηρούνται μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τα όρια, τον τρόπο κατασκευής και τις φάσεις του. Διέθετε έναν περίβολο, οχυρωμένο με τείχη που διακόπτονταν από τετράγωνους, ορθογώνιους, πολυγωνικούς ή κυκλικούς πύργους. Διατηρούνται σήμερα πέντε πύργοι και τα ίχνη άλλων δύο. Οι τρεις πύργοι είναι διαμορφωμένοι σε δύο επίπεδα εκείνο του εσωτερικού εδάφους και εκείνο του περιδρόμου. Ο βορειοδυτικός πύργος έχει και τρίτο επίπεδο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι και ο νοτιοανατολικός είχε κάτι ανάλογο. Οι πύργοι διαθέτουν πρώιμες κανονιοθυρίδες είτε στο χαμηλότερο επίπεδο είτε στο επίπεδο του περιδρόμου. Οι κανονιοθυρίδες έχουν εξωτερικά κυκλική ή ορθογωνική μορφή και είναι διατεταγμένες έτσι ώστε να προστατεύουν τα τμήματα των τειχών μεταξύ των πύργων με πλαγιοβολή ή να βάλουν τον επιτιθέμενο κατά μέτωπο.
Στην κατασκευή των τειχών σε όλη την περίμετρο, πλην ενός τμήματος της νότιας πλευράς, έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Το πάχος τους κυμαίνεται από 1,50 μ έως 1,75 μ. Χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη αψιδωμάτων στην εσωτερική παρειά, που απολήγουν σε οξυκόρυφα τόξα. Τα τόξα της ανατολικής πλευράς είναι ιδιαίτερα προσεγμένα και διαθέτουν πλίνθινο διάκοσμο με διάφορα, απλά ή σύνθετα, σχέδια. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αψιδώματα του δυτικού τείχους εξ αιτίας του μεγαλύτερου ύψους του διατάσσονται σε δύο επίπεδα. Η κατασκευή τους οφείλεται στην εξοικονόμηση υλικού.
Η κεντρική πύλη του Κάστρου σήμερα δεν διατηρείται. Υποθέτουμε ότι βρισκόταν στην δυτική πλευρά. Δευτερεύουσα πύλη διατηρείται δίπλα στον νοτιοανατολικό πύργο, ενώ υπάρχουν υποψίες για πύλη που προστατευόταν με προτείχισμα κοντά στον βόρειο πύργο και για μία ακόμα στην νότια πλευρά.
Δύο είναι οι κυριότερες οικοδομικές φάσεις του κάστρου. Η πρώτη αφορά τον νοτιοανατολικό πύργο μαζί με τα υπολείμματα κατασκευών που υπάρχουν στην νότια πλευρά του. Η δεύτερη περιλαμβάνει όλο το υπόλοιπο κάστρο, όπως αποδεικνύεται από τον ενιαίο τρόπο δόμησής του.
Στο σύνολό του, το Κάστρο της Ανδρούσας είναι μία κατασκευή αξιόλογη, με συμπυκνωμένα μορφολογικά στοιχεία διαφορετικού χαρακτήρα, όπως η ποικιλία στα σχημάτων των πύργων και τα τυφλά τόξα, ορισμένα με πλίνθινο διάκοσμο, στην εσωτερική παρειά του τείχους. Η μορφή του έχει επιρροές από τις αμυντικές διατάξεις της ύστερης βυζαντινής περιόδου, ενώ αργότερα υιοθετεί στοιχεία της νέας αμυντικής τεχνολογίας, που τότε γεννιόταν.



ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ι. ΣΚΑΓΚΟΣ
ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΧΥΡΟ ΤΗΣ ΖΑΡΑΦΩΝΑΣ

Το οχυρό της Ζαραφώνας βρίσκεται επάνω σε έναν χθαμαλό, ευπρόσιτο, ασβεστολιθικό λόφο (υψόμετρο 748μ.), σε μικρή απόσταση νότια του σημερινού οικισμού, που φέρει τη νεώτερη ονομασία Καλλιθέα. Πρόκειται για εντυπωσιακό και αξιόλογο δείγμα της μεσαιωνικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής που διατηρείται σε καλή κατάσταση και δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή μέσα σε ένα εύφορο πεδίο με καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπους. Η θέση του είναι κομβική καθώς ελέγχει το πέρασμα από το οροπέδιο του Γερακίου στην Τσακωνιά, ενώ παράλληλα έχει άμεση οπτική επαφή με το Γεράκι, τον Βρονταμά, την πεδιάδα του Έλους και τον μυχό του Λακωνικού κόλπου. 
Το σχήμα του είναι σχεδόν τραπέζιο και δείχνει ότι οι οχυρώσεις έχουν προσαρμοστεί στο εδαφικό ανάγλυφο μετά από μελετημένο σχεδιασμό. Ο οχυρωματικός περίβολος αποτελείται από πέντε τμήματα κατακόρυφων και σχεδόν ευθύγραμμων τειχών που συνδέονται με πύργους, τρεις στη δυτική πλευρά και δύο στην ανατολική, ορίζοντας μια έκταση περίπου 745 τμ. Ο ψηλός, κεντρικός πύργος που τοποθετείται σχεδόν στο μέσον της δυτικής πλευράς του περιβόλου και στην ίδια ευθεία με τον βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό πύργο, υπερέχει κατά πολύ από τα υπόλοιπα κτήρια αλλά και τα τείχη καθώς αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες με καμαροσκέπαστη κινστέρνα στο ισόγειο και δύο ορόφους. Η κλίμακα του κτηρίου, οι συμμετρικές σχέσεις ανάμεσα στις διαστάσεις των μερών του, τα θολοδομικά στοιχεία στο εσωτερικό (σφαιρικοί θόλοι, ημικυλινδρικές καμάρες και ημικυκλικά τόξα) καθώς και τα λοιπά κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία (τοξωτά ανοίγματα, τοξωτές πολεμοθυρίδες, τοξωτές αβαθείς κόγχες στην ανωδομή της εξωτερικής ανατολικής πλευράς για την τοποθέτηση οικοσήμων, εσωτερική, ευθυτενής, κρυπτή κλίμακα για την επικοινωνία των δύο ορόφων, λίθινοι πρόβολοι περιμετρικά στην απόληξη της τοιχοποιίας για τη στήριξη καταχυστρών), δείχνουν ότι η κατασκευή οφείλεται σε ειδικευμένο και έμπειρο οικοδομικό συνεργείο που ανταποκρίθηκε κάλλιστα στις απαιτήσεις μιας εξέχουσας, ισχυρής προσωπικότητας, η οποία διέθετε την οικονομική ή στρατιωτική δύναμη για την εφαρμογή ενός τόσο φιλόδοξου οχυρωματικού έργου.    
Όσον αφορά στη χρονολόγηση του οχυρού, οι A. Bon και K. Andrews υποστήριξαν ότι δεν είναι φραγκικό και ότι ανάγεται με βεβαιότητα στην περίοδο μετά την ανακατάληψη της Λακωνίας από τους βυζαντινούς αποδίδοντάς το προφανώς σε μια ενιαία οικοδομική φάση. Η πρόσφατη έρευνα οδήγησε στη διάκριση τουλάχιστον δύο οικοδομικών φάσεων, ενώ παράλληλα απέδωσε επιγραφική μαρτυρία καθοριστική για τη χρονολόγηση του οχυρού στις αρχές του 15ου αιώνα. Στη δυτική εξωτερική πλευρά του πύργου εντοπίστηκε εγχάρακτο σταυροειδές συμπίλημα Θ Δ Π επάνω σε πωρόλιθο, το οποίο δείχνει ότι η κατασκευή του οχυρού συνδέεται με την προσπάθεια του δεσπότη Θεοδώρου Β΄ Παλαιολόγου (1407–1448) για ενίσχυση των οχυρώσεων του Δεσποτάτου μπροστά στην οθωμανική απειλή.


FLORENCE SAMPSONIS

PEUT-ON PARLER DE POLITIQUE CASTRALE DE LA PART DES SOUVERAINS ANGEVINS EN MOREE? (1267-1309)

Lorsque les Angevins prennent le contrôle de la Morée franque en 1267, leur but est principalement géostratégique : défendre le Péloponnèse contre les Byzantins qui tentent de reconquérir leur territoire depuis le sud de la péninsule, mais aussi se servir de la Morée pour une éventuelle reconquête de Constantinople. Si ce dernier projet est laissé de côté en raison des Vêpres Siciliennes de 1282, la défense militaire du Péloponnèse demeure une réalité primordiale sous les règnes de Charles Ier d'Anjou (1267-1285) puis de Charles II (1285-1309). Cette défense passe d'abord par le maintien, l'entretien et l'approvisionnement  des forteresses mises en place  par leurs prédécesseurs, les Villehardouins, qui avaient établi tout un maillage de fortifications pour contrôler le Péloponnèse (reprise de châteaux byzantins, contruction de nouvelles forteresses dans des sites stratégiques, établissement de postes avancés aux frontières de la Principauté ).
Quelle est cependant la politique défensive mise en place par les souverains angevins dans le Péloponnèse : se contentent-ils de suivre celle des Villehardouins ou décident-ils d'innover en faisant construire de nouveaux éléments défensifs, afin de densifier leur contrôle de l'espace moréote ? Suivent-ils un programme rationnel de défense ou s'adaptent-ils continuellement à la situation militaire du Péloponnèse ? Peut-on vraiment parler de politique castrale de la part des souverains angevins en Morée ?
Les différentes sources, essentiellement les registres angevins, reconstitués depuis la seconde guerre mondiale, et qui nous donnent le point de vue direct de la monarchie angevine, mais aussi  les textes narratifs comme la Chronique de Morée, nous permettront d'aborder plusieurs aspects de ces questions. Il sera essentiel de revenir sur le développement chronologique des différentes sortes de fortifications (constructions, mais aussi abandons de certains postes), d'en établir une typologie (en étudiant la terminologie  variée utilisée dans les sources pour les désigner), et d'étudier le réseau castral mis en place par les Villehardouins puis repris par les Angevins (quadrillage partiel ou total de l'espace moréote ?). Il faudra aussi comprendre le rôle et les fonctions que les Angevins attribuent aux éléments défensifs de la Morée : ces fortifications ont-elles contribué à fixer le pouvoir angevin dans le Péloponnèse, alors que ni Charles Ier, ni Charles II ne se sont jamais rendus dans leur Principauté ? A qui confient-ils la défense de leurs châteaux ? Comment sont-ils approvisionnés ? Les seigneurs francs établis sur place depuis plusieurs décennies  et qui ont développé une véritable mémoire castrale, s'insèrent-ils sans difficulté dans le programme défensif angevin, ou constituent-ils un obstacle pour ces souverains?  Enfin, que dire de l'efficacité défensive de cette politique : les Angevins contrôlent-ils avec succès les frontières de leur Principauté face au Despotat de Morée ? Ont-ils réussi à faire de leur réseau castral un atout stratégique de leur politique méditerranéenne ?


GUY SANDERS - MICHALE BOYD

MOVING HOMES: A RESISTIVITY SURVEY OF THE LATE ANTIQUE CITY WALL EAST OF THE FORUM AT CORINTH

After the Mummian sack in 146 BCE, Corinth was not refortified until the end of the Roman period. Reconstructions of this Late Antique city layout have retained the forum at the center of a 1.8km2 area surrounded by the new wall whose suggested route is rarely based on primary evidence. Where excavated, it consists of ancient spolia facing a rubble and lime concrete core some four meters thick. Since such a massive feature should be easily detectable, a geophysical survey program was designed to trace it through the greater part of its route where surface, excavation or air photograph evidence is not available.

The survey covered over 13 hectares and has traced the wall on its eastern, southern and western flanks. It suggests that the enclosed area was only 0.4 km2 and excluded the forum. This explains 1) why the forum was used for burial, prohibited within the city, from the late sixth century; 2) why a century of excavation has failed to uncover substantive remains and material culture of the mid-sixth through ninth centuries; and 3) why so many of the earlier Roman monuments exist only as robbing trenches, and the relative paucity of marble. The redefined location of the Late Antique city offers an opportunity to view a city built de novo and to understand how its institutions had changed and developed from the preceding periods. We can now reassess the material evidence for a poorly understood archaeological period, when the Mediterranean world was making a radical transition from its antique to medieval identity.



ELISA TRIOLO

ANCIENT ACROPOLISES AND EARLY BYZANTINE FORTIFICATIONS IN THE PELOPONNESE

The rise of fortified walls on top of acropolises is one of the most striking features of their transformation from the ancient world to the late antique and Byzantine period. We argue here that defensive architecture, as architecture in general, can be studied not only in its functional and technical aspects but also within the symbolic and social framework of  urban context.
Given these assumptions, we studied the transition from the ancient acropolises to the Byzantine fortified kastra on the regional scale of Peloponnese. This key role of acropolises is also known in other areas of the Early Byzantine Empire (Crete, Northern Greece, Asia Minor).
Since the beginning of urban life in Greece and Asia Minor, acropolises had at the same time a defensive and a representative role: they were either the fortified place where citizens could take shelter or the official seat of civil and religious power, and in some cases even both. Thanks to these functions, acropolises turned from mere topographic elements (the higher part of the city) into actual urban features.
Under the Roman Empire, cities were reduced by the conquerors into mere dwelling-places, losing some or all of their political independence and therefore the necessity of a symbolic place for political power. Acropolises survived as physical elements of urban topography, with a diminished symbolic value.
In the early Byzantine period ancient acropolises came to a new life as centres of fortified urban settlements and recovered some of their ancient functions. They were often chosen as the selected place for civil and religious buildings, becoming the central core of a new city designed for a defensive purpose. The reappearance of the ancient defensive role of acropolises was certainly linked to the growing insecurity spreading over the Empire.
While fortifications are per se a clear sign of the renewed defensive role of the acropolis, only combining this evidence with elements recurring inside the fortifications (such as churches, baptisteries, graveyards, water supply structures, houses) it is possible to understand their very function, whether just a military garrison's seat or a proper fortified settlement for a reduced-in-number population. Furthermore, we considered these fortified acropolises in strict relation with the changes involving the city around them.
This wide Mediterranean phenomenon finds a number of case studies in Peloponnese, such as the 5th century fortifications on the acropolises of Sparta and Epidaurus Limera, the Justinianean refortification on Acrocorinth as it is known from Procopius of Caesarea, the 6th century kastron on the ancient acropolis of Patra, the Early Byzantine fortress of Asine-Koroni and other cases which will be analysed in this paper in the light of the regional developments.
In the end, the appearance of these fortifications should not be read as an isolated element, but as part of the wider urban transformation, also considering what is inside and what is around the walls. We should then talk of a fortified acropolis rather than of fortifications on the acropolis.



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ

ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
 
Η οχύρωση της Σπάρτης χρονολογείται, συνήθως, στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο. Περιόρισε την έκταση της πόλεως στην περιοχή, την οποία θεωρείται ότι κατελάμβανε η αρχαία ακρόπολή της. Ανεξάρτητα από την έκταση, στην οποία εκτεινόταν η μεσοβυζαντινή Λακεδαίμων, δεν υπάρχουν ενδείξεις –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– πως η οχύρωση τροπο-ποιήθηκε ποτέ μέχρι τη Φραγκοκρατία.  Αντιθέτως υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι στην υστερορρωμαϊκή αυτή οχύρωση πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις σε μεταγενέστερη περίοδο. Η ανακοίνωση προσπαθεί να προσδιορίσει και να χρονολογήσει τις επεμβάσεις αυτές.
Στην υστερορρωμαϊκή οχύρωση χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από κτίρια της αρχαίας πόλεως, σε κανονικές στρώσεις, μερικές φορές με διακοσμητική διάθεση. Δεν υπέστησαν σχεδόν καμία επεξεργασία –εκτός από ελάχιστα–, γεγονός που δείχνει, κατ΄ αρχάς, ότι ήταν διαθέσιμα σε μεγάλες ποσότητες. Φαίνεται λογική η υπόθεση ότι οι ποσότητες αυτές προέκυψαν από μαζική καταστροφή.
Πάνω ή δίπλα στις υστερορρωμαϊκές τοιχοποιίες διακρίνεται, μάλλον αρκετά καθαρά, μία επέμβαση με διαφορετική τοιχοδομία. Πρόκειται για τείχος, το οποίο είναι κτισμένο με λίθους μεσαίου ή μικρού μεγέθους, χοντροδουλεμένους, συλλεκτούς. Ορισμένοι από τους λίθους αυτούς ίσως προέκυψαν από το σπάσιμο και κομμάτιασμα αρχαιοτέρων δόμων. Στη μεγαλύτερη έκταση των μεταγενεστέρων επεμβάσεων, δεν εντοπίζονται –εν πολλοίς– κανονικές στρώσεις.
Πέραν της χρήσεως των λίθων αξίζει ιδιαίτερη προσοχή η χρήση των πλίνθων. Πλινθία ή –σπανίως– πλίνθοι τοποθετούνται ακανόνιστα και χωρίς σταθερή συχνότητα στους κατακόρυφους, λοξούς ή οριζόντιους αρμούς. Τα πλινθία τοποθετούνται μεμονωμένα ή διπλά. Σπανίως υπάρχουν περισσότερα από δύο επάλληλα πλινθία στους κατακόρυφους αρμούς. Σε λιγοστές περιπτώσεις μερικά πλινθία στη σειρά σχηματίζουν γραμμή 0,20-0,50μ.
Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στη ζώνη (ντουζένι) με τρεις σειρές πλίνθων, ακέραιων ή κομματιασμένων. Η ζώνη εντοπίζεται στην εξωτερική παρειά και –από όσο η κατάσταση διατηρήσεως του τείχους επιτρέπει να διαπιστώσει κανείς– δεν διήκει σε όλο το πλάτος του τείχους. Χωρεί σε βάθος 0,30-0,60μ, όσο δηλαδή καταλαμβάνουν μία ή δύο πλίνθοι.
Κατά κανόνα η μορφή της τοιχοποιίας δεν θεωρείται ιδιαίτερα ασφαλές κριτήριο χρονολογήσεως. Έχω την άποψη ότι η τοιχοποιία ίσως δεν υποστηρίζει στενές χρονολογήσεις, αλλά όμως επιτρέπει χρονολογική τοποθέτηση σε ευρείες περιόδους και μερικές φορές η τοποθέτηση αυτή είναι σημαντική, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπ’ όψιν η πενία σε κάθε είδους μελέτες φρουριακής αρχιτεκτονικής.
Με τις επιφυλάξεις που επιβάλλουν οι  ανωτέρω σκέψεις και με τους δισταγμούς που δημιουργεί η κατάσταση των διαθέσιμων στοιχείων (πενία δημοσιευμένου υλικού από την Πελοπόννησο), υποθέτω ότι αυτή η μεταγενέστερη τοιχοποιία είναι έργο της μέσης βυζαντινής περιόδου και ίσως μάλιστα 11ου ή 12ου αιώνος. Περαιτέρω έρευνα ίσως διευκρινίσει την ύπαρξη δύο φάσεων στο έργο αυτό.


ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ι. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ. ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ  ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

Η ιστορία του Κάστρου του Άργους, ως ενός ισχυρού και αξιόμαχου φρουρίου, ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει ως την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το εσωτερικό του Κάστρου ανασκάφηκε πλήρως στις αρχές του 20ου αιώνα με στόχο την αναζήτηση των λειψάνων της προϊστορικής και της κλασικής ακρόπολης. Κατά την διάρκεια των ανασκαφών αυτών αγνοήθηκαν και πιθανότατα καταστράφηκαν μεσαιωνικά και νεώτερα κτηριακά κατάλοιπα. Αυτή η πρακτική αναμφίβολα μείωσε σε μεγάλο βαθμό την επιστημονική αξία του μνημείου και πιθανότατα συντέλεσε στην αποθάρρυνση μιας συστηματικής μελέτης του. Ορισμένα παλαιά σχέδια του κάστρου, που δεν έχουν μελετηθεί από τους έως σήμερα κύριους ερευνητές του Κάστρου (τους Α. Bon και K. Andrews), καθώς και μία προσεκτικότερη μελέτη των γραπτών πηγών σε συνδυασμό με επιτόπια παρατήρηση των κτηριακών καταλοίπων, δίνουν τη δυνατότητα για νέες εκτιμήσεις σχετικά με τη χρονολόγηση του κεντρικού πύργου και του προμαχώνα, που τον αντικατέστησε σε μεταγενέστερη περίοδο. Από την έρευνα εκτιμάται ότι ο πύργος αυτός κατασκευάστηκε εντός της χρονικής περιόδου, που πραγματεύεται το παρόν συνέδριο, ενώ ο προμαχώνας, που χαρακτηριζόταν από τους μελετητές ως έργο της οθωμανικής περιόδου, ανήκει σε εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Β Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο ύστερα από την καταστροφή του πύργου την ίδια περίοδο, όπως τεκμηριώνεται στην παρούσα μελέτη.
Ως προς την ακριβή χρονολογία κατασκευής του κεντρικού πύργου, οι έμμεσες ιστορικές και αρχειακές μαρτυρίες καθώς και η αόριστη μαρτυρία του Τσελεμπί ότι τον πύργο αυτό κατασκεύασε ο ίδιος αρχιτέκτονας με αυτόν του πύργου του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη (περί το 1340), σε συνδυασμό με κατασκευαστικές και τυπολογικές ομοιότητες με τον εν λόγω πύργο, έστρεψαν αρχικά την έρευνα προς μία πρώιμη χρονολόγηση του πύργου του Άργους. Ωστόσο η παρουσία ενός αρμολογήματος, που συναντάται σε πλήθος οθωμανικών οχυρωματικών έργων, από το Rumeli Hisar έως και το φρούριο του Ρίου, και το οποίο έχει καθιερωθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία ως χαρακτηριστικό της οθωμανικής περιόδου στην Πελοπόννησο, φαίνεται ότι οδηγεί μάλλον στη χρονολόγηση του πύργου στην περίοδο της πρώτης οθωμανικής κατοχής του Άργους (1463-1686). Σε κάθε περίπτωση οι αρχειακές πηγές και οι υλικές μαρτυρίες περισσότερο συγκρούονται παρά κινούνται παράλληλα προς μία κοινή χρονολόγηση. Η ύπαρξη επιστημονικών εκκρεμοτήτων σε πλήθος θεμάτων, όπως στην ακριβέστερη χρονολόγηση του πύργου του Γαλατά, στη διενέργεια ανασκαφών περιμετρικά του πύργου και στην ύπαρξη αδημοσίευτου υλικού σε οθωμανικά και ενετικά αρχεία, δημιουργούν προϋποθέσεις για περαιτέρω έρευνα και διεξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων στο μέλλον. Έτσι, το θέμα της χρονολογίας κατασκευής του πύργου παραμένει ανοικτό στην επιστημονική κοινότητα εφόσον και αν προκύψουν νέα δεδομένα.   



 

NICOLAS FAUCHERRE

RHION/ANTIRION, LE VERROU OTTOMAN DU GOLFE DE CORINTHE

 
Face à la maîtrise des mers vénitienne et hospitalière en Méditerranée orientale, le monde ottoman mettra longtemps à formuler une réponse adéquate. Les fortifications maritimes de Mehmet Fatih autour de Thessalonique (tour Blanche) et de Constantinople (forts du Bosphore, citadelle de Yedikule) montrent une dimension encore commémorative et ostentatoire de l’architecture militaire, sans prise en compte de l’artillerie.
Le règne de Bajazet II (1481-1512) offre pour la première fois une réponse adéquate à l’artillerie embarquée chrétienne, dans les bourtzi barrant les ports de Nauplie et Modon, comme dans le verrouillage du détroit des Dardanelles et du golfe de Corinthe, offrant une multitude de variantes sur la combinaison et l’imbrication de tracés circulaires.
Les forts de Rhion et d’Antirhion, mis en place par le sultan pour se garantir ses bases arrières face à la pression vénitienne pendant la conquête du Péloponnèse, constituent à cet égard des prototypes pour les forts à la mer intégrant l’artillerie sur deux niveaux (tirs à couler + tirs à démâter), repris 20 ans plus tard sur les côtes britanniques et françaises.
Les ouvrages, tracés en pétales de fleurs pour offrir le maximum de tirs divergents sur le détroit, large à cet endroit de 2 km, contrôlaient également un franchissement par bac, aujourd’hui concrétisé par un élégant pont haubané.






ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΕΔΡΩΝ / LIST OF PARTICIPANTS



Αθανασούλης Δημήτρης
Δρ αρχαιολόγος/Διευθυντής 25ΗΣ ΕΒΑ

Αλεξοπούλου Γεωργία
Αρχαιολόγος ΣΤ΄ΕΠΚΑ

Aναγνωστάκης Ηλίας
Ερευνητής ΙΒΕ/ΕΙΕ (Προγραμμα Ιστορικής Γεωγραφίασ ΙΒΕ/ΕΙΕ)

Ανδρούδης Πασχάλης
Δρ Αρχαιολογος, Αρχιτέκτων, Αναστηλωτής

Ανδρουλιδάκη Αμαλία
Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικοσ, Dpl Architectural Conservation

Αρακαδάκη Μαρία
αρχιτεκτων, Επίκουρος Καθηγήτρια στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ.

Αρβανιτόπουλος Σταύρος
δρ Αρχαιολογοσ, Επιμελητησ του Μουσειου της Πολεωσ των Αθηνων-Ιδρυματοσ Βουρου Ευταξια

Ασλανίδης Κλήμης
Αρχιτεκτων - Αναστηλωτησ

Βαραλής Γιάννης
Επικουροσ Καθηγητησ του Πανεπιστημιου Θεσσαλιασ
Βεΐκου Μυρτώ
Δρ Αρχαιολογοσ

Bakke Jørgen
Associate Professor, Dept. of Linguistic, Literary and Aesthetic Studies, University of Bergen

Boyd Michael
Dr Archaeologist Cambridge University

Breuillot Martine
MaÎtre de ConfÉrences De Grec Moderne – HDR, Universite de Strasbourg, France

Γεωργούλη Ελένη
Αρχιτεκτων - Αναστηλώτρια 25Ης ΕΒΑ

Gregory Timothy
Professor of History, Ohio State University / ASCSA

Θεοχαρίδης Πλούταρχος
Αρχιτεκτων – Αναστηλωτησ  10ΗΣ ΕΒΑ

Καλακαλλάς Ανδρέας
Ιστορικός Τέχνης, Αρχαιολόγος, Υπ. Διδάκτωρ Σχολής Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π.

Κάππας  Μιχάλης
Δρ Αρχαιολογοσ 26ΗΣ ΕΒΑ
Κονδύλης Θανάσης
Δρ Ιστορίας

Kόντη Bούλα
Ερευνητρια ΙΒΕ/ΕΙΕ (Προγραμμα Ιστορικής Γεωγραφίασ ΙΒΕ/ΕΙΕ)

Κουμούση Αναστασία
Δρ Αρχαιολογοσ/ Διευθυντρια  6ΗΣ ΕΒΑ

Λαμπροπούλου Αννα
Ερευνητρια  ΙΒΕ/ΕΙΕ (Προγραμμα Ιστορικής Γεωγραφίασ ΙΒΕ/ΕΙΕ)

Λεοντσίνη Μαρία
Ερευνητρια ΙΒΕ/ΕΙΕ (Προγραμμα Ιστορικής Γεωγραφίασ ΙΒΕ/ΕΙΕ)

Μαμαλούκος Σταύρος
Αρχιτεκτων  - Αναστηλωτής / Επίκουροσ Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Πατρών

Μανούσου-Ντέλλα Κατερίνα
Aρχιτέκτων-Αναστηλωτρια –ΤΔΠΕΑΕ

Μανωλέσσου Ελένη
Δρ. Αρχαιολόγος 25ΗΣ ΕΒΑ

Μπούζα Νιόβη
Αρχαιολογοσ  26ΗΣ ΕΒΑ

Μπουντούρης Κώστας
Αρχιτεκτων  25ΗΣ ΕΒΑ
Nanetti Andrea
Pfofessor, University of Modena and Reggio Emilia

Νίνος Γιώργος
Αρχιτέκτων-Αναστηλωτησ

Πανοπούλου Aγγελική
Ερευνητρια ΙΒΕ/ΕΙΕ (Προγραμμα Ιστορικής Γεωγραφίασ ΙΒΕ/ΕΙΕ)

Παπαδημητρίου Μαρίνα
Αρχαιολόγος 1ηΣ ΕΒΑ

Πετρονώτης Αργύρης
Αρχιτεκτων

Πινάτση Χριστίνα
Αρχιτεκτων-Αναστηλώτρια

Πιτσινός Νείλος
Αρχιτεκτων

Σκάγκος Νεκτάριος
Αρχαιολογοσ

Sampsonis Florence
Doctorant, Université Paris 1 – UMR

Sanders Guy
Δr Αρχαιολογοσ, Διευθυντησ Ανασκαφων  ΑΣΚΣ Κορινθου

Triolo Elisa
Ιταλικη Αρχαιολογικη Σχολη Αθηνων,  Uνiversity of Siena (Italy)

Τσεκές Γιώργος
Αρχαιολογοσ 25ηΣ  ΕΒΑ

Τσουρής Κωνσταντίνος
Αρχαιολογοσ – Αναπληρωτησ Καθηγητησ  

Φρεντζοσ Κωνσταντινοσ
πολιτικοσ μηχανικοσ

Φωτόπουλος Νεκτάριος
ΑρχαιολογΟΣ

Faucherre Nicolas
Professeur d’Archéologie, Université de Nantes, France